Χωριστές δηλώσεις μπορούν να υποβάλλουν οι σύζυγοι
Χωριστές φορολογικές δηλώσεις εισοδήματος μπορούν εφεξής να υποβάλλουν οι σύζυγοι, με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ στη συνέχεια θα εκδίδονται και ξεχωριστά εκκαθαριστικά.
Το Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Μαίρη Σαρπ και εισηγήτρια την πάρεδρο Κωνσταντία Λαζαράκη, στην υπ’ αριθμ. 330/2018 απόφασή του επισημαίνει ότι «δεν συντρέχει λόγος, και μάλιστα προφανής λόγος δημοσίου συμφέροντος, που να δικαιολογεί την υποχρεωτική υποβολή κοινής δήλωσης φόρου εισοδήματος των συζύγων».
Μέχρι σήμερα, ξεχωριστή φορολογική δήλωση μπορούσαν να υποβάλλουν τα ζευγάρια που ήταν σε διάσταση, καθώς και εάν εις εκ των συζύγων βρισκόταν επισήμως σε κατάσταση πτώχευσης.
Με την απόφαση του ΣτΕ, πλέον, όσοι επιθυμούν μπορούν να ενημερώσουν την εφορία ότι θα υποβάλλουν ξεχωριστή δήλωση και κάθε μέλος θα λαμβάνει το δικό του εκκαθαριστικό σημείωμα. Η απόφαση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι τα έγγαμα ζευγάρια ή τα ζευγάρια με σύμφωνο συμβίωσης μπορούν να υποβάλλουν ξεχωριστά δήλωση και να πληρώνουν ξεχωριστά τους φόρους ή να εισπράττουν την επιστροφή φόρου.
Σήμερα, για παράδειγμα, εάν μετά την εκκαθάριση της κοινής δήλωσης προέκυπτε για τον σύζυγο φόρος 1.000 ευρώ και για τη σύζυγο επιστροφή φόρου 1.000 ευρώ, τότε το εκκαθαριστικό θα ερχόταν μηδενικό αφού η εφορία θα συμψήφιζε το ποσό.
Με την απόφαση του ΣτΕ, ο σύζυγος θα λάβει χρεωστικό σημείωμα πληρώνοντας τον φόρο σε τρεις διμηνιαίες δόσεις, ενώ η σύζυγος θα λάβει την επιστροφή φόρου κανονικά. Ωστόσο, με την ξεχωριστή δήλωση δεν θα μεταφέρεται τίποτα από τον ένα σύζυγο στον άλλο. Συγκεκριμένα, εάν για παράδειγμα η σύζυγος έχει μερικές αποδείξεις λιγότερες για το χτίσιμο του αφορολόγητου ορίου, δεν θα μπορεί να «πάρει» από τις αποδείξεις του συζύγου.
Το σκεπτικό
Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι «η διάταξη του άρθρου 67 παράγραφος 4 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΔΕ) ερμηνευμένη υπό το φως των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 2 και 5, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και τα άρθρα 8 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχει την έννοια ότι ο σύζυγος υποβάλλει κατ’ αρχήν κοινή δήλωση και για το εισόδημα της συζύγου του εφόσον αμφότεροι οι σύζυγοι συναινούν, συναίνεση η οποία μπορεί να αποτυπώνεται και στην υποβολή της κοινής δήλωσης, ενώ στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή διατυπώνεται ρητώς η έλλειψη τέτοιας συναίνεσης από έναν έστω από τους συζύγους, οι σύζυγοι διατηρούν το δικαίωμά τους να υποβάλουν αυτοτελώς δήλωση φόρου περί εισοδήματός τους».
Αναφορικά με τις περιπτώσεις διαζυγίων και πτώχευσης ενός εκ των δύο συζύγων, οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν πως είναι αυτονόητο εκ των πραγμάτων ότι εκλείπει η συναίνεση για ανεξάρτητη υποβολή φορολογικής δήλωσης σε περιπτώσεις διακοπής της έγγαμης συμβίωσης και στις περιπτώσεις πτώχευσης ενός εκ των δύο συζύγων, καθώς στην τελευταία περίπτωση υπόχρεος προς υποβολή δήλωσης είναι ο σύνδικος ή ο δικαστικός συμπαραστάτης.
Η απόφαση του ΣτΕ εκδόθηκε έπειτα από προσφυγή δικαστικού λειτουργού, ο οποίος αφού κατέθεσε ηλεκτρονικά κοινή με τη σύζυγό του δήλωση εισοδήματος για το περασμένο έτος, υπέβαλε στη ΔΟΥ στην οποία υπάγεται δήλωση με την οποία υποστήριζε ότι είναι αντισυνταγματική και αντίθετη στην ΕΣΔΑ η σχετική διάταξη (άρθρο 67 παρ. 4) του ΚΦΕ η οποία τον υποχρεώνει στη φορολογική του δήλωση να περιλάβει τα εισοδήματα της συζύγου του. Παράλληλα, ζήτησε να του επιτραπεί να υποβάλλει ανεξάρτητες φορολογικές δηλώσεις.
Πηγή: kathimerini.gr