Χειρόφρενο τραβάει η βιομηχανία αυτοκινήτου εξαιτίας της κρίσης
Η πανδημία ήρθε ως η κατακλείδα μιας μακράς πτωτικής πορείας του κλάδου του αυτοκινήτου, ο οπoίος ήδη βρισκόταν σε σημείο καμπής και μετασχηματισμού, προκειμένου να αντεπεξέλθει στα νέα δεδομένα: την επιβολή αυστηρότερων ορίων στις εκπομπές ρύπων, τη στροφή σε τεχνολογίες για «πράσινα αυτοκίνητα» και αυτόνομη οδήγηση, καθώς και την ανάγκη συνεργασιών για να επιτευχθούν όλα τα παραπάνω. Τώρα η κερδοφορία του κατρακυλάει και η ζήτηση συρρικνώνεται ακόμη περισσότερο εξαιτίας της γενικευμένης καραντίνας, της διακοπής λειτουργίας του οικονομικού μηχανισμού, των περιοριστικών μέτρων, αλλά και της δυσκολίας να επαναλειτουργήσουν τα εργοστάσια παραγωγής.
Οι εργαζόμενοι ανησυχούν για την ασφάλειά τους. Ο δε αριθμός τους έχει μειωθεί είτε με απολύσεις είτε με καθεστώς διαθεσιμότητας. Η Volkswagen, η οποία ανοίγει σιγά σιγά τα εργοστάσιά της, προειδοποιεί για δραστική μείωση λειτουργικών κερδών φέτος, η Renault είχε 19% πτώση στα έσοδα το πρώτο τρίμηνο και η Ford αναμένει υψηλές λειτουργικές ζημίες 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων το διάστημα αυτό.
Εν τω μεταξύ, όπως είναι αναμενόμενο, όσες εταιρείες είχαν ήδη σοβαρά προβλήματα όπως λόγου χάριν η Renault και η συνεταίρος της Nissan, αυτά οξύνθηκαν υπό την παρούσα συγκυρία. Η Nissan αναμένει ζημιογόνο χρήση, ενώ η Daimler με το εμπορικό σήμα της Mercedes, μεταξύ άλλων, είχε κάμψη πωλήσεων το πρώτο τρίμηνο και προβλέπει αρνητικές ταμειακές ροές το δεύτερο.
Μόνο τον μήνα Μάρτιο oι πωλήσεις νέων οχημάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες μειώθηκαν κατά σχεδόν 40%, ενώ αντίστοιχα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης οι πωλήσεις έπεσαν ακόμη δραστικότερα κατά σχεδόν 52% – επρόκειτο για τη χειρότερη επίδοση στην ιστορία. Toν Απρίλιο, στην Ιαπωνία οι πωλήσεις περιορίστηκαν κατά 29% σε ετήσια βάση. Στη δε Κίνα, τη μεγαλύτερη αγορά αυτοκινήτων του κόσμου, η εικόνα επίσης δεν εμπνέει αισιοδοξία, μιας και το 2020 είναι η τρίτη χρονιά που παρατηρείται κάμψη πωλήσεων – ήδη η ζήτηση είχε πληγεί λόγω του σινοαμερικανικού πολέμου, των αυστηρότερων ρυθμίσεων για τις εκπομπές ρύπων και της επιβραδυνόμενης οικονομίας της χώρας.
Η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία της Κίνας, SAIC Motor, προειδοποίησε ότι και οι επόμενοι μήνες θα είναι δύσκολοι για την κερδοφορία της, η οποία την περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου συρρικνώθηκε κατά 82%, με τα έσοδά της να περιστέλλονται κατά 48%. Η SAIC είναι συνεταίρος στην Κίνα με τη γερμανική Volkswagen και την αμερικανική General Motors.
Κρατική βοήθεια
Ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, εκμεταλλευόμενες τη χαλάρωση των κανόνων της Ε.Ε. για τις κρατικές ενισχύσεις σπεύδουν να στηρίξουν παλαιές και στρατηγικής σημασίας βιομηχανίες, οι οποίες απασχολούν και εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους. Βέβαια, «καμία επιχείρηση-δεινόσαυρος δεν πρέπει και δεν μπορεί να διασώζεται, ειδικά εάν η συγκεκριμένη ήδη τελούσε σε χρόνια παρακμή», παρατηρεί ο Γκούντραμ Βολφ, διευθυντής του ερευνητικού ινστιτούτου Μπρίγκελ στις Βρυξέλλες. Συν τοις άλλοις, όπως παρατηρούν αναλυτές, το ότι επιδοτούνται για να σταθούν στα πόδια τους ορισμένες ρυπογόνες επιχειρήσεις (όπως στον κλάδο του αυτοκινήτου, της βαριάς βιομηχανίας και των αερομεταφορών – ThyssenKrupp, Air France-KLM, Lufthansa, Iberia κ.λπ.) αντιβαίνει στον μακρόπνοο σχεδιασμό της Ε.Ε. για τον μετασχηματισμό της οικονομίας σε λιγότερο ρυπογόνο και περισσότερο ψηφιακή.
Στην περίπτωση της Renault τώρα, η γαλλική κυβέρνηση ίσως της χορηγήσει δάνειο 5 δισεκατομμυρίων ευρώ, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι ήδη και το 2019 οι πωλήσεις της μειώνονταν, ενώ βρισκόταν σε τροχιά ανασυγκρότησης, ώστε να ωφεληθεί κατά το δυνατόν από τη δυσλειτουργική σχέση της με τη Nissan και να εστιασθεί στον όγκο πωλήσεων και όχι στα κέρδη τόσο πολύ. O Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρινό Λε Μερ, χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη επιχείρηση «κόσμημα, που ανήκει στην κουλτούρα της χώρας και την ιστορία της». Επιπλέον, τόνισε ότι συνολικά ο κλάδος του αυτοκινήτου στη Γαλλία χειμάζεται, θέτοντας εν κινδύνω 1 εκατομμύριο θέσεις εργασίας. Η Renault έχει ανοίξει τα εργοστάσιά της στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στο Μαρόκο και στη Ρωσία, και αρχίζει να το κάνει σταδιακά και στη Γαλλία, αν και έχουν ενστάσεις τα συνδικάτα.
Πηγή: kathimerini.gr