«Φουσκώνει» τα στοιχεία για την οικονομία το Πεκίνο
Το μέγεθος της κινεζικής οικονομίας, της δεύτερης μεγαλύτερης στον κόσμο, είναι κατά περίπου 12% μικρότερο απ’ αυτό που αναφέρει επίσημα το Πεκίνο, σύμφωνα με μελέτη οικονομολόγων την οποία δημοσίευσε το αμερικανικό ινστιτούτο Brookings. Αμφιβολίες για την ακρίβεια των κινεζικών επίσημων στατιστικών στοιχείων εκφράζονται εδώ και χρόνια, ωστόσο τα νέα δεδομένα που παρουσιάστηκαν χθες ενισχύουν την ήδη έντονη ανησυχία πως η κινεζική οικονομία επιβραδύνεται σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο αναγνωρίζει η κινεζική κυβέρνηση. Πριν από μερικές ημέρες ο Κινέζος πρωθυπουργός Λι Κετσιάνγκ κατηγόρησε ευθέως, πράγμα σπάνιο, τον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ για την επιβράδυνση της οικονομίας και είχε ανακοινώσει στόχο ανάπτυξης για το 2019 μεταξύ 6% και 6,5%.
Στη μελέτη του Brookings αναλύονται τα στοιχεία για το ΑΕΠ της Κίνας μεταξύ 2008 και 2016. Το βασικό συμπέρασμα είναι πως στα επίσημα κινεζικά στατιστικά στοιχεία υπερεκτιμάται το μέγεθος της κινεζικής οικονομίας κατά μέσον όρο κατά 1,7 ποσοστιαία μονάδα μεταξύ 2008 και 2016.
Το αποτέλεσμα είναι ότι στα τέλη του 2016 το μέγεθος της κινεζικής οικονομίας ήταν κατά 12% μικρότερο από ό,τι δήλωνε το Πεκίνο. Το ίδιο χρονικό διάστημα το κινεζικό πραγματικό ΑΕΠ (υπολογίζεται η επίπτωση του πληθωρισμού) ήταν κατά μέσον όρο 2 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο τον χρόνο. Ωστόσο ο Μάικλ Ζενγκ Σονγκ, καθηγητής Οικονομικών στο Κινεζικό Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ και ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης, διευκρινίζει πως η εκτίμηση για το πραγματικό ΑΕΠ δεν είναι τόσο ασφαλής όσο η εκτίμηση για το ονομαστικό ΑΕΠ. Οι κινεζικές αρχές φαίνεται ότι υπερεκτιμούν ιδίως τη συνεισφορά των επενδύσεων και της βιομηχανικής παραγωγής στο ΑΕΠ, ενώ οι εκτιμήσεις τους για τη συνεισφορά της κατανάλωσης και του κλάδου των υπηρεσιών φαίνεται πως είναι πολύ πιο ακριβείς. Στη μελέτη δεν υπάρχει εκτίμηση για τον ρυθμό ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας το 2018 (σύμφωνα με το Πεκίνο ήταν 6,6%) ούτε για το επίπεδο του ΑΕΠ. Αν υποθέσει κανείς πως οι κινεζικές αρχές υπερεκτίμησαν το ΑΕΠ του 2018 στον ίδιο βαθμό που το είχαν κάνει το 2016, τότε το 2018 ήταν κατά 1,6 τρισ. δολάρια χαμηλότερο από το επίσημο που ήταν 13,42 τρισ. δολάρια.
Σύμφωνα με τον Σονγκ και τον Τσανγκ Τάι Χσιε του Πανεπιστημίου του Σικάγου, επίσης εκ των συγγραφέων της μελέτης, το πρόβλημα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός πως οι κινεζικές επαρχίες υπερεκτιμούν τα στοιχεία για την ανάπτυξη, τα οποία αποστέλλουν στην κινεζική στατιστική υπηρεσία (NBS). Αιτία για αυτή την τακτική είναι πως το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα αξιολογεί τις τοπικές κυβερνήσεις ανάλογα με το κατά πόσον επιτυγχάνουν αριθμητικούς στόχους, γεγονός που έχει καταστήσει τον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ πολύ σημαντικό πολιτικό στόχο. «Από τη στιγμή που οι τοπικές κυβερνήσεις ανταμείβονται για την επίτευξη του ρυθμού ανάπτυξης και επενδύσεων, έχουν κίνητρο να διαστρεβλώνουν τα τοπικά στοιχεία», αναφέρουν οι συγγραφείς της μελέτης. Επί χρόνια το άθροισμα του ΑΕΠ που αναφέρουν οι κινεζικές υπηρεσίες είναι υψηλότερο από το εθνικό ΑΕΠ, σαφές σημάδι υπερεκτίμησης του ΑΕΠ σε τοπικό επίπεδο.
Επιβράδυνση βλέπει το ΔΝΤ
Σύμφωνα με την πρόβλεψη του ΔΝΤ από τον Ιανουάριο, «παρά τα μέτρα δημοσιονομικής ενίσχυσης που αντισταθμίζουν σε κάποιο βαθμό τους υψηλότερους δασμούς που επιβάλλουν οι ΗΠΑ, η κινεζική οικονομία θα επιβραδυνθεί εξαιτίας της συνδυαστικής επίπτωσης της αναγκαίας σκλήρυνσης του κανονιστικού πλαισίου του χρηματοπιστωτικού τομέα και των εμπορικών εντάσεων με τις ΗΠΑ». Το ΔΝΤ εκτιμά πως το κινεζικό ΑΕΠ αναπτύχθηκε με ρυθμό 6,6% το 2018 (τον χαμηλότερο από το 1990), ενώ είχε αναπτυχθεί με ρυθμό 6,9% το 2017. Ωστόσο το Ταμείο προβλέπει περαιτέρω επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας στο 6,2% το 2020 και το 2021.
Επιπλέον, ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους που απειλούν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι, σύμφωνα με το ΔΝΤ, να αποδειχθεί ισχυρότερη από το αναμενόμενο η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας, «με αρνητικές συνέπειες για τους εμπορικούς εταίρους και τις τιμές των πρώτων υλών παγκοσμίως». Την Τρίτη, ο Κινέζος πρωθυπουργός είχε παρουσιάσει μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας το 2019 ύψους 298 δισ. δολαρίων, κυρίως μέσω της μείωσης του ΦΠΑ και της αύξησης των επενδύσεων σε τοπικό επίπεδο.
Πηγή: kathimerini.gr