Φοροδοξιες: Γνωρίζετε ότι…
• Tο Διοικητικό Εφετείο Aθηνών, με την υπ’ αρ. 3820/2016 απόφασή του έκρινε ότι:
• Παραγεγραμμένες είναι οι χρήσεις από το 2000 έως και 2007, στο πλαίσιο ελέγχου φορολογουμένου για τη «λίστα Λαγκάρντ», ο οποίος ολοκληρώθηκε εντός του 2015. Πρόκειται για μία απόφαση η οποία, εφόσον δεν αναιρεθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ανατρέπει άρδην το έως σήμερα διαμορφωμένο πλαίσιο περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει φόρους. Η απόφαση αναφέρεται τόσο στο ζήτημα της κατ’ εξαίρεση δεκαετούς παραγραφής, όσο και στη διαδοχική παράταση της πενταετούς παραγραφής.
• Η δεκαετής παραγραφή για χρήσεις μέχρι και το 2006 ισχύει μόνο εφόσον είχε προηγηθεί έλεγχος εντός της πενταετίας και κατόπιν προέκυψαν συμπληρωματικά στοιχεία.
• Για τις χρήσεις μετά το 2006, οπότε άλλαξε η νομοθεσία, αρκεί η απόδειξη ύπαρξης συμπληρωματικών στοιχείων από τη φορολογική αρχή, ανεξάρτητα από το κατά πόσον είχε προηγηθεί ο έλεγχος εντός της αρχικής προθεσμίας παραγραφής (πενταετία).
• Οι πρωτογενείς καταθέσεις σε ελληνικές τράπεζες δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία. Αντίθετα έγινε δεκτό ότι υφίστατο δυνατότητα της φορολογικής αρχής να ζητεί από κάθε ημεδαπό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα πληροφορίες για τις τραπεζικές καταθέσεις του φορολογουμένου, αίροντας το τραπεζικό απόρρητο εντός της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής. Για τον λόγο αυτό, τα στοιχεία τραπεζικών καταθέσεων στην Ελλάδα δεν μπορούν να θεωρηθούν συμπληρωματικά φορολογικά στοιχεία που να δικαιολογούν την έκδοση συμπληρωματικού φύλλου ή την παράταση της παραγραφής.
• Η παράταση της πενταετούς παραγραφής, η οποία κατά πάγια πρακτική λάμβανε χώρα στο τέλος κάθε έτους, κρίθηκε ότι αφορούσε μόνο τις παραγραφές που έληγαν πρωτογενώς και όχι κατά (διαδοχική) παράταση. Αντίθετη ερμηνεία θα ήταν αντισυνταγματική, διότι θα παραβίαζε την αρχή της ασφάλειας δικαίου, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικούμενου.
• Παρατείνονται και πάλι κατά ένα έτος οι προθεσμίες παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρου, τέλους, εισφοράς ή προστίμου που λήγουν την 31.12.2016. Η νέα παράταση, που δόθηκε πρόσφατα, καταλαμβάνει υποθέσεις για τις οποίες έχουν ήδη εκδοθεί ή θα εκδοθούν μέχρι 31.12.2016 εισαγγελικές παραγγελίες, εντολές ελέγχου, ή εντολές και αιτήματα διερεύνησης από δικαστική, φορολογική ή άλλη ελεγκτική αρχή.
• Σύμφωνα με στοιχεία από τις φορολογικές αρχές που παραθέτει ο ΣΕΒ στο πρόσφατο εβδομαδιαίο δελτίο για την ελληνική οικονομία αναφορικά με τη φορολογία φυσικών προσώπων έτους 2015 προκύπτουν τα εξής:
• Το 67% των φορολογουμένων φυσικών προσώπων (δηλαδή 5,7 εκατ. επί συνόλου 8,5 εκατ.) δηλώνει ετησίως εισοδήματα κατώτερα των 10.000 ευρώ. Το μέσο ετήσιο δηλωθέν εισόδημα σε αυτήν την κατηγορία ανήλθε το 2015 σε περίπου 3.000 ευρώ (255 ευρώ ανά μήνα), ενώ ο μέσος ετήσιος φόρος σε μόλις 114 ευρώ. Το σύνολο των φόρων που πληρώθηκαν ανήλθε σε 602 εκατ. ευρώ.
• Μόνο το 33% (δηλαδή 2,8 εκατ.) δηλώνει ετησίως εισοδήματα άνω των 10.000 ευρώ. Το μέσο δηλωθέν εισόδημα σε αυτήν την κατηγορία ανήλθε το 2015 σε περίπου 20.000 ευρώ, ενώ ο μέσος ετήσιος φόρος που πληρώθηκε σε 2.900 ευρώ. Το σύνολο των φόρων που πληρώθηκαν από αυτήν την κατηγορία ανήλθε σε 8 δισ. ευρώ.
• Το 58% των ελευθέρων επαγγελματιών (δηλαδή 287.000 επί συνόλου περίπου 500.000) δηλώνει ετησίως εισοδήματα κάτω των 5.000 ευρώ. Το μέσο δηλωθέν εισόδημα σε αυτήν την κατηγορία είναι 840 ευρώ.
• Πληρωμές προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο με κατοικία εντός μη συνεργάσιμου κράτους ή κράτους με προνομιακό φορολογικό καθεστώς δεν αποτελούν δαπάνες εκπιπτόμενες από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, εκτός εάν ο φορολογούμενος αποδείξει ότι αφορούν πραγματικές και συνήθεις συναλλαγές που δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη φοροαποφυγή ή φοροδιαφυγή. Αντιθέτως, αναγνωρίζονται κατ’ αρχήν δαπάνες για παροχή υπηρεσίας ή αγορά αγαθού από επιχείρηση με κατοικία εντός κράτους με προνομιακό φορολογικό καθεστώς, εφόσον το κράτος αυτό βρίσκεται εντός Ε.Ε. ή ΕΟΧ και υπάρχει η νομική βάση για την ανταλλαγή πληροφοριών με το κράτος αυτό. Μόνο σε περίπτωση αμφισβήτησης διενεργείται φορολογικός έλεγχος για να διαπιστωθεί εάν οι σχετικές δαπάνες ανταποκρίνονται ή όχι σε πραγματικές συναλλαγές.
• Προκειμένου ο φορολογικός έλεγχος να στοιχειοθετήσει ότι οι παραπάνω συναλλαγές είναι συνήθεις και πραγματικές λαμβάνει ενδεικτικά υπόψη στοιχεία όπως την ύπαρξη εμπορικής συμφωνίας, τυχόν τιμολόγια και τραπεζικά εμβάσματα, έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει γίνει πραγματική μεταφορά και λήψη των αγαθών ή παροχή της υπηρεσίας, όπως τελωνειακά έγγραφα, φορτωτικές κ.ά. Πέραν των ανωτέρω, εξετάζεται η ύπαρξη φυσικής υπόστασης της αλλοδαπής εταιρείας και η άσκηση ουσιαστικής επιχειρηματικής δραστηριότητας στην αλλοδαπή.
• Η φορολογική διοίκηση έχει τη δυνατότητα να στραφεί κατά φορολογουμένου εφόσον διαπιστωθεί ότι αυτός προέβη σε μεταβίβαση των περιουσιακών του στοιχείων προς τρίτους (όπως ενδεικτικά μέσω πώλησης, γονικής παροχής ή δωρεάς), προκειμένου να αποφύγει την κατάσχεση από το Δημόσιο (αγωγή διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης). Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει οι φορολογικές αρχές να αναζητούν στοιχεία που θεμελιώνουν την πρόθεση του φορολογουμένου, καθώς και τη γνώση του τρίτου που αποκτά κατά τη στιγμή της μεταβίβασης. Μετά την τελεσιδικία της απόφασης επί της παραπάνω αγωγής, η φορολογική διοίκηση μπορεί να επιβάλει κατάσχεση στα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία σαν να εξακολουθούν να ανήκουν στην περιουσία του οφειλέτη και να μην είχαν εξέλθει ποτέ από αυτήν (ΠΟΛ 1192/2016).
• Σύμφωνα με την έκθεση για το Πλαίσιο Επενδυτικής Πολιτικής του ΟΟΣΑ για το 2015, αποδεκτή θεωρούν σε γενικές γραμμές τυχόν υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση οι επενδυτές, εφόσον συνδέεται με ελκυστικές επιχειρηματικές συνθήκες, καταρτισμένο εργατικό δυναμικό, σταθερή μακροοικονομία και φορολογική πολιτική, ασφάλεια δικαίου και αποτελεσματικά συστήματα προώθησης επενδύσεων.
• Σημαντικά κριτήρια για επίδοξους επενδυτές είναι το κόστος και το ρίσκο που σχετίζονται με τις μακροοικονομικές και επιχειρηματικές συνθήκες, το κόστος συμμόρφωσης με το νομοθετικό πλαίσιο, οι κανονισμοί και η πρακτική της διοίκησης, το μέγεθος της αγοράς, το εργατικό δυναμικό και, πάνω από όλα, οι ευκαιρίες κέρδους που αφορούν τη γεωγραφική θέση.
Πηγή: kathimerini.gr/ Grant Thornton