Το «στοίχημα» πίσω από το άνοιγμα του Ντουμπάι
Το Δεκέμβριο, τα ξενοδοχεία του Ντουμπάι εμφάνιζαν πληρότητα άνω του 70% και στις αρχές Ιανουαρίου, το δρομολόγιο Λονδίνο-Ντουμπάι ήταν το δημοφιλέστερο στον κόσμο. Παρά την πρόσφατη αύξηση των κρουσμάτων, το εμιράτο είναι αποφασισμένο να κρατήσει την οικονομία του ανοικτή, καθώς στη μάχη κατά του κορωνοϊού ποντάρει όχι στα lockdowns, αλλά στα εμβόλια.
Όμως τις τελευταίες ημέρες, τα πράγματα είναι κάπως πιο υποτονικά από ό,τι συνήθως. Οι αρχές προειδοποίησαν τον κόσμο -Άραβες και ξένους expatriates- ότι θα πρέπει να τηρούν τα μέτρα για τον κορωνοϊό, έπειτα από την αύξηση των κρουσμάτων. Η live διασκέδαση σταμάτησε και τα μαγαζιά πήραν οδηγίες να χαμηλώσουν τη μουσική.
«Δεν μπορούσε να συνεχιστεί όπως ήταν τα Χριστούγεννα. Ακόμα και μία πόλη του πάρτι πρέπει να κάνει ένα διάλειμμα κάποιες φορές», είπε στον Guardian ένας ξένος κάτοικός της.
Παρότι η αύξηση των κρουσμάτων ανησυχεί τις αρχές, εντούτοις οι οικονομολόγοι εξηγούν πως αυτή είναι η απλή επίπτωση της επίσημης πολιτικής, που είναι να κρατηθεί η οικονομία ζωντανή.
«Υπάρχει μία οικονομική λογική πίσω από την πολιτική του Ντουμπάι να ανοίξει και πάλι, κυρίως γιατί η οικονομία επλήγη πολύ δυνατά από το πρώτο κύμα του ιού», εξηγεί ο Τζέιςμ Σουάνστον, αναλυτής της Capital Economics στο Λονδίνο.
Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, το Ντουμπάι μπήκε γρήγορα σε αυστηρό lockdown. Επιβλήθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας σε 24ωρη βάση για αρκετές εβδομάδες, με τους κατοίκους να χρειάζονται άδεια από την αστυνομία για κάθε επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ, το φαρμακείο ή το νοσοκομείο.
Ολόκληρα κομμάτια της πόλης έκλεισαν για το «εθνικό πρόγραμμα αποστείρωσης», στο πλαίσιο του οποίου οι δημόσιοι χώροι καθαρίζονταν με αντισηπτικά σπρέι κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η πρόσβαση στις παραλίες απαγορευόταν.
Όμως τα μέτρα αυτά, και ειδικά το κλείσιμο του διεθνούς αεροδρομίου, έπληξαν δυνατά την οικονομία. Τα 3 «Τ» -trade, transport, tourism (εμπόριο, μεταφορές, τουρισμός)- στα οποία στηρίζεται το Ντουμπάι, τράβηξαν χειρόφρενο.
Αυτό που άλλαξε τη γνώμη της κυβέρνησης και οδήγησε το εμιράτο να ανοίξει και πάλι τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τα εμπορικά κέντρα και τις παραλίες του ήταν το εμβόλιο.
«Το Ντουμπάι κερδίζει σε ό,τι αφορά τα τεστ και τα εμβόλια. Ανοίγουν τις πόρτες στους επισκέπτες, αλλά με προσεκτικό και ελεγχόμενο τρόπο. Περισσότερος κόσμος έρχεται στη χώρα, αλλά τους κάνουν τεστ και τα εμβόλια διατίθενται με αποτελεσματικότητα, κάτι που δεν συμβαίνει αλλού», εξηγεί ο οικονομολόγος Τιμ Φοξ.
Πραγματικά, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν το δεύτερο πιο προχωρημένο πρόγραμμα εμβολιασμών στον κόσμο, μετά το Ισραήλ. Οι πολίτες και οι expatriates δικαιούνται δωρεάν εμβόλιο, είτε της Pfizer ή το κινεζικό Sinopharm και περίπου το 20% εξ αυτών έχει κάνει τουλάχιστον την πρώτη δόση.
Στόχος είναι ο μισός πληθυσμός να έχει εμβολιαστεί έως την άνοιξη, στο πλαίσιο του σχεδίου του σεΐχη Μοχάμεντ μπιν Ρασίντ αλ Μακτούχ, ο οποίος λέει ότι τα εμβόλια, και όχι τα lockdowns, θα επιταχύνουν την ανάκαμψη της οικονομίας του εμιράτου.
Για τους οικονομολόγους, πρόκειται για ένα ριψοκίνδυνο αλλά και υπολογισμένο στοίχημα: Ότι το Ντουμπάι μπορεί να εμβολιάσει αρκετό μέρος του πληθυσμού του ώστε να αποκτήσει συλλογική ανοσία πριν η αύξηση των κρουσμάτων το οδηγήσει σε ένα ακόμα καταστροφικό lockdown. Μέχρι στιγμής, υπάρχουν ενδείξεις ότι η στρατηγική αυτή αποδίδει, καθώς η ανάκαμψη επιταχύνει όπως μαρτυρούν διάφοροι δείκτες, από τις πληρότητες των ξενοδοχείων έως την κίνηση στα εμπορικά κέντρα.
Άλλωστε, το Ντουμπάι δεν μπορεί να περιμένει άλλο. Το εμιράτο έχει επενδύσει πολλά στη διεθνή έκθεση Expo 2020, η οποία θεωρείται ότι θα αποτελέσει ένα άλμα για την οικονομική ανάπτυξή του. Αφότου αναβλήθηκε για ένα χρόνο, τον περασμένο Οκτώβριο, η έκθεση δεν μπορεί να καθυστερήσει και πάλι χωρίς να κοστίσει σε χρήμα και σε πρεστίζ.
Και με το χρέος των 77 δισ. δολαρίων να αντιστοιχεί στο 78% του ΑΕΠ, το Ντουμπάι δεν έχει χρήματα για χάσιμο. Μεγάλο μέρος αυτού του χρέους λήγει το 2024, με τους οικονομολόγους να μην αποκλείουν μία πιστωτική κρίση παρόμοια με εκείνη του 2009, η οποία επιλύθηκε με μία επώδυνη διαδικασία αναδιάρθρωσης και μία «ένεση» ρευστού 20 δισ. δολαρίων από το Αμπου Ντάμπι.
Πηγή: kathimerini.gr