Το παζλ των χαμηλών επιτοκίων
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, τα βασικά επιτόκια καταθέσεων έχουν υποχωρήσει σχεδόν στο μηδέν ή κινούνται ήδη σε αρνητικό έδαφος. Στο πλαίσιο της νομισματικής χαλάρωσης, προκειμένου να αντιμετωπίσει την υποτονική ανάπτυξη ή ακόμα και τη διαφαινόμενη ύφεση στην Ευρωζώνη, η ΕΚΤ χρεώνει τις εμπορικές τράπεζες για την υπερβάλλουσα ρευστότητα με 0,4%, ενώ προτίθεται σύντομα να τις χρεώνει με 0,6%. Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων σε χώρες με υψηλή διαβάθμιση είναι εδώ και καιρό αρνητικές, ενώ ακολουθούν με ιστορικά χαμηλά οι αποδόσεις επιχειρηματικών ομολόγων. Στη Δανία, μια τράπεζα προχώρησε σε στεγαστικά δάνεια με αρνητικό επιτόκιο, δηλαδή ζητάει σε βάθος χρόνου από τον δανειολήπτη να καταβάλει όχι μόνο μηδέν τόκο αλλά και κεφάλαιο συνολικά λιγότερο από όσο δανείστηκε. Εν ολίγοις, ποτέ σε τόσο μεγάλο εύρος στον αναπτυγμένο κόσμο δεν υπήρχαν συντονισμένα τόσο χαμηλά επιτόκια.
Πίσω από τις κινήσεις αυτές, βρίσκεται μια εξαιρετικά υψηλή πλεονάζουσα ρευστότητα στην παγκόσμια οικονομία, η οποία θεωρητικά, μέσω των μηδενικών ή/και αρνητικών επιτοκίων, πιέζεται να κατευθυνθεί σε επενδύσεις. Με λίγα λόγια, οι κεντρικές τράπεζες οργανώνουν μια μη συμβατική επιτοκιακή επίθεση για να σπάσουν τις άμυνες των εμπορικών τραπεζών και της επενδυτικής κοινότητας απέναντι στη διστακτικότητα για ανάληψη ρίσκου, με το σκεπτικό ότι μόνον έτσι θα δημιουργηθεί ανάπτυξη και θα κινηθεί δυναμικά η παγκόσμια οικονομία.
Δεν μπορεί ακόμα κανείς να προβλέψει αν αυτή η νέα πραγματικότητα των επιτοκίων θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Προς το παρόν, όμως, ας δούμε κάποιες από τις συνέπειες.
Η έννοια της αποταμίευσης, μέσω κλασικών προϊόντων, πλήττεται πολύ σοβαρά. Είναι απολύτως σαφές ότι όποιος μπορεί και θέλει να αποταμιεύσει για οποιονδήποτε μελλοντικό σκοπό πρέπει να το συνοδεύσει με ρίσκο, διαφορετικά τα λίγα ή πολλά χρήματά του θα παραμείνουν μη παραγωγικά για τον ίδιο. Το επίπεδο του κινδύνου μπορεί να είναι μικρό, μεσαίο ή υψηλό, ανάλογες και οι προσδοκίες για απόδοση, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το ύψος του στόχου, τη διάρκεια της αποταμίευσης/επένδυσης, τη σταθερότητα των εισοδημάτων, τη διασπορά των επενδυτικών μέσων κ.λπ. Λογικά λοιπόν αναμένεται να ενισχυθεί η ζήτηση εναλλακτικών επενδύσεων και πιθανόν αυτό να διαψεύσει τις εκτιμήσεις για μεγάλη διόρθωση των αγορών που ήδη διαψεύδονται εδώ και αρκετό καιρό. Γεγονός πάντως είναι ότι η ακινησία των αποταμιευμένων χρημάτων σε κλασικά μέσα, όχι μόνο δεν θα αποδίδει, αλλά θα τιμωρείται κιόλας μέσω των μηδενικών επιτοκίων και των ποικίλων χρεώσεων που θα επιβάλλονται ολοένα και περισσότερο. Ηδη, σε πολλές χώρες οι καταθέσεις επιχειρήσεων αποδίδουν αρνητικά, ενώ είναι πολύ πιθανό εκεί να δούμε μελλοντικά να συμβαίνει το ίδιο και σε καταθέσεις ιδιωτών από ένα όριο και πάνω. Οι αγορές των ακινήτων απορροφούν ήδη ένα σημαντικό τμήμα της ρευστότητας, και για τον λόγο αυτό ανεβαίνουν οι τιμές των ακινήτων, αφού τα ακίνητα θεωρούνται επενδύσεις χαμηλού ή πολύ χαμηλού κινδύνου, που όμως μπορούν να συντηρούν ικανοποιητικές αποδόσεις. Το βλέπουμε να συμβαίνει και στην Ελλάδα, όπου, παρά την αύξηση της προσφοράς ακινήτων στην αγορά, οι τιμές δείχνουν σημαντική άνοδο σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύονται. Ιδιαίτερα δε για ακίνητα που αποκτώνται για εκμετάλλευση.
Στο περιβάλλον των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων που βιώνουμε, η αξία ενός ακινήτου αυξάνεται μόνο και μόνο από το γεγονός ότι η προβολή των μελλοντικών εσόδων από την αξιοποίησή του γίνεται σε επίπεδο χαμηλότερων προσδοκώμενων αποδόσεων από ό,τι πριν. Για παράδειγμα, αν η προσδοκία απόδοσης από 4% μειωθεί στο 3%, η αξία του ακινήτου αυξάνεται κατά 15%, αν μειωθεί στο 2%, αυξάνεται κατά 35%. Οταν ενσωματωθεί και ο παράγοντας «αυξημένη ζήτηση», θα έχουμε λογικά στα επόμενα χρόνια πιο ακριβή κτηματαγορά, με την ισορροπία των τιμών πάντως να διαμορφώνεται από τη σχέση προσφοράς – ζήτησης.
Αυτό σημαίνει, με τη σειρά του, ότι τα χαμηλά επιτόκια που θα παρασύρουν και τα επιτόκια δανεισμού για αγορές ακινήτων, δεν είναι σίγουρο ότι θα έχουν συνέπεια στην αύξηση της χρηματοδότησης, τουλάχιστον των ιδιωτών. Και αυτό γιατί το κέρδος στη μηνιαία δόση από την αποκλιμάκωση των επιτοκίων θα χάνεται στην ανάγκη για αυξημένο ποσό δανεισμού ή διαφορετικά θα απαιτείται υψηλότερη χρηματοδότηση από ίδιους πόρους.
Στην επιτέλους μετά capital controls Ελλάδα, πολύ θετική είναι η συνύπαρξη της αυξημένης εμπιστοσύνης, που έχει ήδη ψαλιδίσει τα επιτόκια δανεισμού του κράτους, και των μηδενικών ή/και αρνητικών αποδόσεων στα ομόλογα κρατών υψηλής διαβάθμισης. Αυτή η συγκυρία θα αυξήσει τη ζήτηση των κρατικών ομολόγων και κατ’ επέκταση και των επιχειρηματικών ομολόγων μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων σε ανεκτό κόστος. Αυτό το παράθυρο «ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος» της Ελλάδας για τα επόμενα χρόνια θα βοηθήσει σίγουρα τη χρηματοδότηση της οικονομίας και την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα με πλήθος θετικών συνεπειών στις εξαγωγές, στην αγορά εργασίας, στην κατανάλωση και στα δημοσιονομικά πλεονάσματα μέσω της συνδυαστικής αύξησης της φορολογητέας ύλης με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών.
Συμπερασματικά, η νέα πραγματικότητα με τα ουσιαστικά μηδενικά επιτόκια αλλάζει δραματικά το χρηματοοικονομικό και επενδυτικό περιβάλλον, και τις αλλαγές αυτές θα τις δούμε στο άμεσο μέλλον αν δεν έχουμε ήδη αρχίσει να τις συνειδητοποιούμε. Η κοινή συνισταμένη βρίσκεται στη λέξη-κλειδί «ρίσκο». Είτε μιλάμε για ιδιώτες, είτε για θεσμικούς φορείς συγκέντρωσης και αναδιανομής ρευστότητας, είτε για επιχειρήσεις, η νέα πραγματικότητα απαιτεί τη συστηματική ανάληψη κινδύνων.
Τα παθήματα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης προ 10ετίας έγιναν μαθήματα, και είναι βέβαιο ότι δεν θα επαναληφθούν. Η παγκόσμια οικονομική κοινότητα θα αναζητήσει διέξοδο στον κίνδυνο για να αναπτυχθεί, αλλά έχει ταυτόχρονα οργανωθεί θεσμικά και εποπτικά ώστε να αποφευχθούν οι υπερβολές του παρελθόντος. Η αναβαθμισμένη διαχείριση κινδύνων, η απαίτηση για υψηλά κεφαλαιακά αποθέματα στη βάση της ποιότητας των κινδύνων, τα συστήματα ελέγχου και αποφυγής του ξεπλύματος χρήματος, τα ρυθμιστικά και εποπτικά εργαλεία που υπάρχουν, έχουν δημιουργήσει ένα πλέγμα ασφάλειας που ποτέ στο παρελθόν δεν ήταν τόσο πλήρες και ισχυρό.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει κίνδυνος. Οι αγορές χρήματος και κεφαλαίων, εξάλλου, δεν έχουν καν λόγο ύπαρξης σε περιβάλλον άρνησης ανάληψης κινδύνων, υποβιβάζονται απλώς σε διαχειριστές και καθηλώνουν τις αποδόσεις των κεφαλαίων τους σε αντίστοιχα χαμηλά επίπεδα.
Πηγή: kathimerini.gr