Τηλεργασία: Ένας στους δύο νεαρούς εργαζoμένους επιθυμεί τη διατήρησή της
Ενα νέο μοντέλο εργασίας, με αιχμή την εξ αποστάσεως απασχόληση και μάλιστα, εάν είναι δυνατό, ζώντας εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων, φαίνεται πως επιλέγει ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός εργαζομένων. Δύο έρευνες που δημοσιοποιήθηκαν χθες, το «Βαρόμετρο για τις συνθήκες εργασίας στην εποχή της νόσου COVID-19» της KPMG αλλά και της Randstad HR Trends 2021, στο πλαίσιο της οποίας καταγράφεται η σύγκριση προ και μετά COVID-19 εποχή για τις επιχειρήσεις και τον κόσμο της εργασίας, δείχνουν πως η τηλεργασία αναδύεται ως νέο, διατηρητέο μοντέλο εργασίας για σημαντικό ποσοστό εργαζομένων και επιχειρήσεων.
Αναλυτικά, σύμφωνα με την έρευνα της KPMG, μόνο 22% των CEO δηλώνουν ότι σκοπεύουν να επιστρέψουν το σύνολο των εργαζομένων τους στο γραφείο με φυσική παρουσία μετά τη λήξη των κυβερνητικών μέτρων, ενώ οι υπόλοιποι σκοπεύουν να καθιερώσουν κάποιο μοντέλο που θα περιλαμβάνει την εξ αποστάσεως εργασία (ως παροχή ή υβριδικό μοντέλο ή κατ’ αποκλειστικότητα) αποσκοπώντας πρωτίστως στη μεγιστοποίηση της ικανοποίησης των εργαζομένων. Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και μάλιστα τα νεότερα ηλικιακά άτομα κάτω των 40 ετών, εάν είχαν τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής θα προτιμούσαν την εξ αποστάσεως εργασία (51%), οι δε γυναίκες της ίδιας ηλικιακής ομάδας το επιλέγουν σε ποσοστό 57%. Το ποσοστό παραμένει ιδιαίτερα υψηλό στο σύνολο των συμμετεχόντων στην έρευνα (42%). Σημαντικός αριθμός εργαζομένων, αξιοποιώντας την εξ αποστάσεως εργασία, θα επέλεγε να εργάζεται εκτός μεγάλων αστικών κέντρων, επιθυμητή επιλογή για τα άτομα κάτω των 40 ετών σε ποσοστό 56%.
Σύμφωνα με την έρευνα HR Trends 2021, της Randstad, το ευέλικτο μοντέλο της εξ αποστάσεως εργασίας ενισχύεται σε πολύ μεγάλο βαθμό, εκτιμώντας ότι το 47% των ερωτηθέντων αναφέρουν ότι είναι πρόθυμοι να διατηρήσουν την τηλεργασία μετά την πανδημία για τουλάχιστον μερικές ημέρες της εβδομάδας. Μάλιστα, σε ποσοστό που άγγιξε το 55% και 46% αντίστοιχα, οι ερωτηθέντες στην έρευνα απέδωσαν τη διατήρηση της τηλεργασίας στην αποδοτικότητα του μοντέλου και στην αναγνώρισή του ως σημαντικής μη οικονομικής παροχής που μπορεί να εκτιμηθεί από τους εργαζομένους μετά το πέρας της πανδημίας.
Πηγή: kathimerini.gr