Στα όπλα ΕΚΤ και Fed για την ανάπτυξη
Πριν από ένα χρόνο τέτοιο καιρό, ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι προανήγγειλε τον τερματισμό του προγράμματος αγοράς ομολόγων, του επίμαχου QE, που είχε υιοθετήσει από το 2015 για να αντιμετωπίσει την κρίση χρέους της Ευρωζώνης. Το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε πράγματι τον Δεκέμβριο του 2018, παρά τους κραδασμούς που προκαλούσε ήδη στις αγορές ο σινοαμερικανικός εμπορικός πόλεμος και παρά την επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη.
Ολα έδειχναν πως η ΕΚΤ ήταν αποφασισμένη να αφήσει για πάντα πίσω της την επιθετική αναπτυξιακή πολιτική, ευελπιστώντας πως ανήκε στο παρελθόν και η κρίση που την είχε υπαγορεύσει. Τον ίδιο καιρό η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η Federal Reserve, δήλωνε προσηλωμένη στη γραμμή της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής που εγκαινίασε τον Δεκέμβριο του 2015. Φαινόταν εν ολίγοις πως η Fed εκώφευε συστηματικά στις επανειλημμένες εκκλήσεις του Αμερικανού προέδρου για χαλάρωση της νομισματικής της πολιτικής και στήριξη της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου. Λίγες ημέρες αργότερα, όμως, τον Ιανουάριο, η Fed έδειξε για πρώτη φορά να κλυδωνίζεται όταν ανακοίνωσε ότι αναστέλλει την πορεία προς την επιβολή περιοριστικής πολιτικής μέχρι νεωτέρας.
Στους μήνες που έχουν μεσολαβήσει, άλλωστε, η ΕΚΤ έχει ανακοινώσει νέο γύρο φτηνών δανείων που θα αρχίσει να χορηγεί στις ευρωπαϊκές τράπεζες από τον Σεπτέμβριο.
Εν ολίγοις, γίνεται όλο και πιο ορατό ότι οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου αναθεωρούν τη στάση τους και αποφεύγουν τη στροφή στην περιοριστική νομισματική πολιτική καθώς δεν εμπνέουν αισιοδοξία ούτε η πορεία των οικονομιών τους ούτε το διεθνές περιβάλλον. Η ανάπτυξη επιβραδύνεται, οι γεωπολιτικές εντάσεις οξύνονται, η ένταση ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και την Τεχεράνη κλιμακώνεται και ο παρατεταμένος πλέον σινοαμερικανικός εμπορικός πόλεμος δεν φαίνεται να οδεύει προς τη λήξη του. Και οι διεθνείς οργανισμοί, ΟΟΣΑ και ΔΝΤ, υποβαθμίζουν διαρκώς τις προβλέψεις τους για ανάπτυξη και προειδοποιούν για τον αντίκτυπο του εμπορικού πολέμου.
Μέσα στην εβδομάδα, όμως, φάνηκε καθαρά πως η αλλαγή στάσης των δύο κεντρικών τραπεζών τείνει να λάβει στροφή 180 μοιρών. Απροκάλυπτα πλέον ο Μάριο Ντράγκι κατέστησε σαφές πως η τράπεζα προτίθεται να μειώσει τα επιτόκια του ευρώ βαθύτερα σε αρνητικό έδαφος, προκειμένου να τονώσει τον αναιμικό πληθωρισμό και την παραπαίουσα ανάπτυξη. Τη σημαντικότερη αλλαγή στη στάση της ΕΚΤ σηματοδοτεί, όμως, το γεγονός ότι για πρώτη φορά ο Μάριο Ντράγκι άφησε ανοικτό ακόμη και το ενδεχόμενο ενός νέου προγράμματος αγοράς ομολόγων. Αντικρούοντας, άλλωστε, την κριτική οικονομικών αναλυτών ότι η ΕΚΤ έχει εξαντλήσει το οπλοστάσιό της, ο κ. Ντράγκι επισήμανε ότι η τράπεζα μπορεί να αλλάξει τους κανόνες που διέπουν την ποσοτική χαλάρωση και να αυξήσει το ποσοστό των κρατικών ομολόγων που θα αγοράζει. Δεν αναφέρθηκε, πάντως, σε χαλάρωση των κριτηρίων ως προς τη διαβάθμιση των κρατικών ομολόγων που θα μπορούσε να περιλαμβάνει ένα μελλοντικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Οι δηλώσεις του κ. Ντράγκι προκάλεσαν υποχώρηση του ευρώ και την μήνιν του Αμερικανού προέδρου που έσπευσε να κατηγορήσει την ΕΚΤ ότι χειραγωγεί το ευρώ και το αποδυναμώνει τεχνητά για να διασφαλίζει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις εξαγωγές της. Δεν πέρασε, όμως, παρά μία ημέρα και η Fed προέβη σε μια λιγότερο θεαματική αλλά εξίσου ουσιαστική αλλαγή στάσης. Διατήρησε μεν αμετάβλητα τα επιτόκια του δολαρίου, αλλά άφησε να εννοηθεί ότι ενδέχεται να τα μειώσει έως και κατά 50 μονάδες βάσης μέχρι το τέλος του έτους. Με τη διαφαινόμενη στροφή τους σε νέα στήριξη των οικονομιών τους, οι δύο κεντρικές τράπεζες οδήγησαν μαζικά τους επενδυτές στα ασφαλή καταφύγια των κρατικών ομολόγων. Το αποτέλεσμα ήταν να έχουν υποχωρήσει σε αρνητικό πρόσημο οι αποδόσεις κρατικών ομολόγων αξίας 10 τρισ. δολαρίων.
Σύμφωνα με στοιχεία της Tradeweb, από το σύνολο των κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης αξίας 7,87 τρισ. ευρώ, τα 4,3 τρισ. ευρώ έχουν αρνητικές αποδόσεις. Οι επενδυτές είναι πλέον πρόθυμοι να καταβάλλουν τίμημα για να δανείζουν τις χώρες της Ευρωζώνης και όχι μόνον τη Γερμανία, όπως συμβαίνει εδώ και χρόνια. Σε αρνητικό έδαφος βρίσκονται, έτσι, και οι αποδόσεις άλλων κρατικών ομολόγων με βαθμολογία τριών Α, της Αυστρίας και της Φινλανδίας. Σημειωτέον ότι τα ελληνικά ομόλογα προσείλκυσαν το ενδιαφέρον των επενδυτών περισσότερο από τα ιταλικά ομόλογα ενώ το ιταλικό χρέος είναι διαβάθμισης υψηλότερης από το ελληνικό κατά τέσσερις βαθμίδες. Αιτία είναι προφανώς η αντιπαράθεση ανάμεσα στη Ρώμη και τις Βρυξέλλες με αιχμή τον ιταλικό προϋπολογισμό.
Πόλος έλξης
Οι δηλώσεις του προέδρου της ΕΚΤ περί ενδεχόμενης επιστροφής στην πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης οδήγησαν σε άνοδο τις τιμές των εταιρικών ομολόγων της Ευρώπης. Ο λόγος είναι ότι η αγορά εκτιμά πως ένα νέο πρόγραμμα αγορών ομολόγων θα επικεντρωθεί κυρίως σε εταιρικά ομόλογα. Οι αγορές εταιρικών ομολόγων θεωρούνται πιο αποτελεσματικές από εκείνες των κρατικών ομολόγων ως προς τον αντίκτυπό τους στην πραγματική οικονομία. Παράλληλα, όμως, είναι περιορισμένος ο αριθμός των κρατικών ομολόγων που μπορεί να αγοράσει η ΕΚΤ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αναλυτών, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει ήδη συγκεντρώσει στο χαρτοφυλάκιό της περίπου 25% με 30% της αγοράς χρέους της Ευρωζώνης ως αποτέλεσμα του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης που έληξε τον Δεκέμβριο. Εν ολίγοις, πλησιάζει το όριο που η ίδια έχει θέσει σε ό,τι αφορά το ποσοστό των κρατικών ομολόγων που μπορεί να αγοράσει. Στα τρία χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από τον Ιούνιο του 2016, οπότε εγκαινίασε τις αγορές εταιρικών ομολόγων, η ΕΚΤ έχει συγκεντρώσει ομόλογα εταιρειών της Ευρωζώνης συνολικής αξίας 177,8 δισ. ευρώ.
Πηγή: kathimerini.gr