Στα χέρια λαϊκιστών το 70% των μεγαλύτερων οικονομιών
Σχεδόν το 70% των είκοσι σημαντικότερων οικονομιών του πλανήτη ελέγχεται σήμερα από λαϊκιστικές κυβερνήσεις ή από απολυταρχικά καθεστώτα, σύμφωνα με ανάλυση του Bloomberg Economics.
Στην Ευρώπη, λαϊκιστές ηγούνται ή συμμετέχουν στις κυβερνήσεις 11 εκ των 28 κρατών-μελών. Η δυσοίωνη αλλαγή στην ομάδα των 20 μεγαλύτερων οικονομιών, του λεγόμενου G20, οφείλεται εν μέρει στην άνοδο στην εξουσία του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, των Λουίτζι ντι Μάιο και Ματέο Σαλβίνι στην Ιταλία και του Ζαΐρ Μπολσονάρο στη Βραζιλία. Το 2016 οι λαϊκιστές ήλεγχαν μόλις το 33% των χωρών του G20, ακολούθησε όμως η αλλαγή προέδρου στις ΗΠΑ στις αρχές του 2017 και κυβέρνησης σε Ιταλία και Βραζιλία το 2018.
Εξίσου σημαντικός λόγος, μακροπρόθεσμα, είναι η γιγάντωση της κινεζικής οικονομίας μετά τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Το Bloomberg Economics ορίζει ως λαϊκιστές όσους ηγέτες υπόσχονται να υπερασπιστούν τον λαό έναντι διεφθαρμένων ελίτ, όσους προσφέρουν λύσεις βασισμένες στην κοινή λογική αντί για πολύπλοκες πολιτικές λύσεις, και όσους υπερασπίζονται την εθνική στρατηγική έναντι της κοσμοπολίτικης ενσωμάτωσης ή της διεθνούς συνεργασίας.
Με βάση αυτό τον ορισμό, λαϊκιστικές θεωρούνται οι κυβερνήσεις σε ΗΠΑ, Βραζιλία, Μεξικό, Ινδία, Ιταλία και Τουρκία. Με βάση τα κριτήρια του Freedom House, Κίνα, Ρωσία και Σαουδική Αραβία θεωρούνται μη δημοκρατικά, λαϊκιστικά καθεστώτα.
Οι αιτίες
Το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και η διαχείρισή της ευνόησαν την πολιτική ενίσχυση πιο ακραίων μορφών πολιτικής τόσο από τη Δεξιά όσο και την Αριστερά, καθώς οι ψηφοφόροι ήταν εξαγριωμένοι από την αύξηση της ανεργίας, την επιβολή της λιτότητας και την άνοδο της οικονομικής ανισότητας.
Η οικονομική διάσωση πολλών τραπεζών που είχαν θεωρηθεί υπεύθυνες για την πρόκληση της παγκόσμιας κρίσης, χωρίς μάλιστα να αποδοθούν ποτέ ευθύνες επί της ουσίας, έπαιξε επίσης ρόλο στην άνοδο του λαϊκισμού.
Η άνοδος του λαϊκισμού οδήγησε σε αλλαγή πολιτικής φιλοσοφίας που τελικά επηρέασε και την ασκούμενη οικονομική πολιτική, ενώ σύμφωνα με την ανάλυση υπάρχουν «εντεινόμενα σημάδια πως η κακή πολιτική πλήττει την ανάπτυξη».
Σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg Economics, η παγκόσμια οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 2,1% το πρώτο τρίμηνο του 2019 – ρυθμός που είναι ο χαμηλότερος από την εποχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Ο οικονομικός προστατευτισμός του Αμερικανού προέδρου έχει ήδη οδηγήσει σε επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου με αρνητικές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία. Αλλο παράδειγμα προβληματικής πολιτικής είναι η Ιταλία, όπου η κυβέρνηση συνεργασίας 5 Αστέρων και Λέγκας και η επεκτατική δημοσιονομική της πολιτική οδήγησε στο ξεπούλημα των ιταλικών κρατικών ομολόγων το δεύτερο εξάμηνο του 2018 ενώ η ιταλική οικονομία επέστρεψε στην ύφεση το ίδιο διάστημα, για πρώτη φορά από το 2013.
Αλλες κυβερνήσεις είναι ανήσυχες από την αλλαγή πολιτικής και την αρνητική επίπτωση στην παγκόσμια ανάπτυξη. Ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρινό Λε Μερ εκμεταλλεύεται τη γαλλική προεδρία στην Ομάδα των 7 (G7) πιέζοντας για σημαντική μεταρρύθμιση.
Σε πρόσφατη συνέντευξη ο Λε Μερ δήλωσε πως «αν δεν εφεύρουμε έναν νέο καπιταλισμό, θα επικρατήσουν βλακώδεις οικονομικές λύσεις που θα μας οδηγήσουν απευθείας στην οικονομική ύφεση». Κατά τον Τομ Ορλικ, επικεφαλής οικονομολόγο του Bloomberg Economics, είναι σοβαρή η απειλή εάν μειωθεί περισσότερο από το αναμενόμενο η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, οι ανταγωνιστικοί και εσωστρεφείς ηγέτες των μεγάλων οικονομιών αποτύχουν να συνεργαστούν, με αποτέλεσμα να μη δοθεί συντονισμένη απάντηση.
Στην Ευρώπη
Στη Γηραιά Ηπειρο, κόμματα που χαρακτηρίζονται λαϊκιστικά ελέγχουν ή υποστηρίζουν κυβερνήσεις σε 11 από τα 28 κράτη-μέλη ενώ είναι πιθανή η ενίσχυση των λαϊκιστικών στις επερχόμενες ευρωεκλογές. Σύμφωνα με το Bloomberg, λαϊκιστικές είναι οι κυβερνήσεις σε Ελλάδα, Πολωνία, Ιταλία και Τσεχία. Λαϊκιστικά κόμματα υποστηρίζουν κυβερνήσεις σε Ισπανία (προκηρύχθηκαν πρόωρες εκλογές τον Απρίλιο), Φινλανδία (η κυβέρνηση κατέρρευσε πρόσφατα, λίγες εβδομάδες πριν από τη λήξη της θητείας της), Δανία, Αυστρία, Βουλγαρία και Λετονία.
Πηγή: kathimerini.gr