Στα επίπεδα του 2012 υποχώρησε η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας
Στα επίπεδα του 2012, οπότε σημείωσε τη χειρότερη επίδοσή της σε ό,τι αφορά το επίπεδο ανταγωνιστικότητας ευρισκόμενη σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης, βρέθηκε ξανά το 2018 η ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Επετηρίδα Ανταγωνιστικότητας 2019 (σ.σ. αφορούν τις επιδόσεις της προηγούμενης χρονιάς) που καταρτίζει το Institute for Management Development (IMD) της Ελβετίας και τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιοποιήθηκαν χθες, η Ελλάδα υποχώρησε στην 58η θέση μεταξύ 63 χωρών, από την 57η που είχε καταταγεί στην προηγούμενη αντίστοιχη έκθεση. Η ισοφάριση του αρνητικού ρεκόρ του 2012 (αναφέρεται στα επίπεδα ανταγωνιστικότητας του 2011) είναι τουλάχιστον ανησυχητική για δύο βασικούς λόγους: Πρώτον, η δημοσιονομική προσαρμογή, βίαιη εν πολλοίς σε ό,τι αφορά την επίπτωση στο κατά κεφαλήν εισόδημα, δεν ενίσχυσε επί της ουσίας την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, καθιστώντας την ελκυστικό επενδυτικό προορισμό. Δεύτερον, η ελληνική οικονομία, η οποία έχει μπει σε τροχιά έστω και αναιμικής ανάπτυξης, χρειάζεται πολύ περισσότερο από ποτέ τις επενδύσεις, αφενός για να διατηρήσει την ανάπτυξη, αφετέρου για να είναι αυτή η ανάπτυξη βιώσιμη, στηριγμένη σε επενδύσεις και παραγωγή και όχι μόνο σε ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Η Ελλάδα με την κατάταξή της στην 58η θέση βρίσκεται κάτω από χώρες όπως η Ιορδανία και η Νότιος Αφρική και πάνω από τη Βραζιλία, την Κροατία, την Αργεντινή, τη Μογγολία και τη Βενεζουέλα. Μεταξύ δε των 40 χωρών της περιοχής της Ευρώπης – Μέσης Ανατολής – Αφρικής, κατατάσσεται στην προτελευταία θέση, την 39η θέση.
Ως προς τους επιμέρους δείκτες που χρησιμοποιούνται για τη συνολική αξιολόγηση της ανταγωνιστικότητας κάθε οικονομίας, η Ελλάδα καταλαμβάνει τις ακόλουθες θέσεις:
• Δείκτης οικονομικής αποδοτικότητας: Στην 60ή θέση από την 61η στην επετηρίδα του 2018. Μεγαλύτερες αδυναμίες θεωρούνται η διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα, το χαμηλό επίπεδο άμεσων ξένων επενδύσεων, αλλά και οι τιμές της βενζίνης! Από την άλλη, στα θετικά συμπεριλαμβάνονται οι εξαγωγές, ο χαμηλός πληθωρισμός, το σχετικά χαμηλό κόστος ζωής. Σημειώνεται εδώ ότι το IMD καταρτίζει την εν λόγω επετηρίδα αξιολογώντας 235 επιμέρους υποδείκτες.
• Δείκτης κυβερνητικής αποτελεσματικότητας: Στην 60ή από την 61η θέση. Μεγαλύτερες αδυναμίες θεωρούνται η υψηλή φορολογία επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων, υπό την έννοια ότι αποθαρρύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα και την εργασία αντιστοίχως, η φοροδιαφυγή (η Ελλάδα κατατάσσεται στην τελευταία θέση σε ό,τι αφορά αυτά τα δύο κριτήρια), αλλά και το ρυθμιστικό πλαίσιο, ενώ στα θετικά συγκαταλέγεται η επίτευξη πλεονασμάτων.
• Δείκτης επιχειρηματικής αποτελεσματικότητας: Στην 58η από την 59η θέση. Οι ώρες απασχόλησης και το καταρτισμένο εργατικό δυναμικό θεωρούνται τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, ενώ από την άλλη σοβαρές αδυναμίες είναι τα υψηλά χρέη των επιχειρήσεων και το brain drain.
• Δείκτης υποδομών: Η Ελλάδα κατετάγη στη 41η θέση από τη 40ή πέρυσι, καταγράφοντας συνεχή υποχώρηση από το 2015 και έπειτα. Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 1η θέση σε ό,τι αφορά την αναλογία δασκάλων/μαθητών, ενώ στα συγκριτικά πλεονεκτήματά της συγκαταλέγονται οι επενδύσεις στις τηλεπικοινωνίες, η ύπαρξη μεγάλου αριθμού καταρτισμένων μηχανικών. Από την άλλη, τα στοιχεία που περιορίζουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι η περιβαλλοντική νομοθεσία, η χαμηλή μεταφορά της γνώσης, καθώς και οι λιγοστές συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Σύμφωνα με το IMD οι κυριότερες προκλήσεις για την ελληνική οικονομία κατά το τρέχον έτος είναι οι εξής: Εφαρμογή ενός μείγματος φορολογίας φιλικό προς την ανάπτυξη, αντιμετώπιση των εμποδίων που επιβαρύνουν το επιχειρηματικό κλίμα και καθυστερούν τις επενδύσεις, ενίσχυση της οικονομικής ρευστότητας του ιδιωτικού τομέα, αύξηση της απασχόλησης μέσω εφαρμογής πολιτικών φιλικών στη βιομηχανία, αναμόρφωση του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού συστήματος έτσι ώστε να διασφαλισθεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του.
Στην παγκόσμια κατάταξη την 1η θέση καταλαμβάνει η Σιγκαπούρη, από την 3η θέση όπου είχε βρεθεί πέρυσι, με τις ΗΠΑ να υποχωρούν πλέον στην 3η θέση, χάνοντας την πρωτιά, ενώ στη δεύτερη θέση παραμένει το Χονγκ Κονγκ.
Πηγή: kathimerini.gr