Σκληρό παιχνίδι κυριαρχίας από την Κίνα
Αναζητώντας εμφανώς μια νέα ισορροπία στη σχέση της με την Ουάσιγκτον χωρίς, όμως, να εγκαταλείψει τις φιλοδοξίες της να ανταγωνιστεί την υπερδύναμη, η Κίνα κινείται παράλληλα προς δύο κατευθύνσεις: Αφενός, δεσμεύει άνευ προηγουμένου πόρους σε έρευνα και ανάπτυξη στις υψηλές τεχνολογίες, και ειδικότερα σε κλάδους όπως οι μικροεπεξεργαστές με στόχο να απεξαρτήσει την κινεζική βιομηχανία από τις εισαγωγές αμερικανικού τεχνολογικού υλικού. Αφετέρου, τείνει κλάδο ελαίας στην υπερδύναμη και, προκειμένου να διαλύσει το ψυχροπολεμικό κλίμα που καλλιέργησε ο Ντόναλντ Τραμπ, ζητεί συνεργασία ανάμεσα στις κινεζικές και τις αμερικανικές βιομηχανίες και εκφράζει την ελπίδα πως θα βρεθεί κοινό έδαφος στα συμφέροντα των δύο χωρών.
Το Πεκίνο πρόκειται να αυξήσει κατά 7% τα κονδύλια για την έρευνα και την ανάπτυξη στους επίμαχους κλάδους, αλλά και για την τεχνητή νοημοσύνη, τη ρομποτική, τη βιοτεχνολογία, ακόμη και για την τεχνολογία του Διαστήματος, την εξερεύνηση των δύο πόλων του πλανήτη και του βάθους των θαλασσών. Οπως τόνισε ο Κινέζος πρωθυπουργός, εκ των πραγμάτων οι δαπάνες στους στρατηγικούς τομείς «θα αντιπροσωπεύουν σαφώς μεγαλύτερο ποσοστό του κινεζικού ΑΕΠ τα επόμενα πέντε χρόνια» σε σύγκριση με αυτό που αντιπροσώπευαν την περασμένη πενταετία.
Οπως υπογραμμίζουν αναλυτές της αγοράς, είναι σαφής η προσπάθεια του Πεκίνου να διασφαλίσει αυτάρκεια της κινεζικής οικονομίας σε καίριους τομείς, όπως εκείνος των μικροεπεξεργαστών, όχι μόνο για να απεξαρτηθεί από τις αμερικανικές βιομηχανίες, αλλά και για να θωρακισθεί έναντι απρόβλεπτων ρηγμάτων στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, όπως η έλλειψη μικροεπεξεργαστών που προκάλεσε η πανδημία πλήττοντας τις βιομηχανίες πολλών κλάδων ανά τον κόσμο. Στο μεταξύ, το Πεκίνο συνοδεύει τις εκτεταμένες δαπάνες για την έρευνα στην υψηλή τεχνολογία με έναν εξαιρετικά φιλόδοξο στόχο που ανακοίνωσε ο Κινέζος πρωθυπουργός, να καλύψει το 56% της αχανούς χώρας με τα ταχύτατα δίκτυα πέμπτης γενιάς, τα 5G.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια να διατηρήσει λεπτές ισορροπίες και να μην αντιμετωπίσει την εχθρότητα της Αμερικής του Μπάιντεν: επιχειρεί μια νέα προσέγγιση με την υπερδύναμη, καθώς ζητάει συνεργασία διά στόματος του Κινέζου πρωθυπουργού. Παράλληλα με τους στρατηγικούς στόχους της Κίνας, ο κ. Λι υπογράμμισε πως η χώρα του επιζητεί τη συνεργασία με τις ΗΠΑ και υποσχέθηκε πως θα επιδιώξει τις επιχειρηματικές σχέσεις και την επίτευξη κοινώς επωφελών στόχων χωρίς, όμως, να δώσει λεπτομέρειες. Ηταν, άλλωστε, εμφανής η προσπάθεια του Κινέζου πρωθυπουργού να αλλάξει το κλίμα της αντιπαράθεσης που επικράτησε ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου στη διάρκεια της θητείας Τραμπ. Το αντανακλούσαν οι προσεκτικές διατυπώσεις του Κινέζου πρωθυπουργού για συνεργασία «με ισοτιμία και αμοιβαίο σεβασμό».
Ετοιμάζει αντεπίθεση στην κινεζική επέλαση ο Τζο Μπάιντεν
Προτού ακόμη αναλάβει καθήκοντα ο Τζο Μπάιντεν, πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές προεξοφλούσαν πως η στάση του προς την Κίνα δεν θα χαρακτηρίζεται μεν από την απροκάλυπτη και «χαοτική» επιθετικότητα του προκατόχου του, αλλά θα κινηθεί επί της ουσίας στις ίδιες προδιαγεγραμμένες κατευθύνσεις. Ισως η σημαντικότερη παράμετρος που αναμένεται να τη διαφοροποιήσει από τη στάση της κυβέρνησης Τραμπ είναι η πρόθεση του Τζο Μπάιντεν να συσπειρώσει τις δυνάμεις του με τους συμμάχους των ΗΠΑ σε ένα ενιαίο μέτωπο κατά της Κίνας. Ηταν, ως εκ τούτου, αναμενόμενη η δυσφορία που διέρρευσε από τον Λευκό Οίκο όταν στην εκπνοή του περασμένου έτους η Ε.Ε. υπέγραψε συμφωνία με την Κίνα για τις αμοιβαίες επενδύσεις. Ανεξάρτητα, όμως, από το ποιος μπορεί ή θέλει να συνταχθεί με την Ουάσιγκτον με στόχο την ανάσχεση της κινεζικής επέλασης, η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν δείχνει διάθεση για ήπια στάση προς το Πεκίνο. Τόσο η νέα υπουργός Εμπορίου, Τζίνα Ραϊμόντο, όσο και η νέα υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, δεν έχουν αφήσει περιθώρια για αμφιβολία. Οπως μάλιστα τόνισαν στο Bloomberg πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές, οι δύο κυρίες που θα χαράξουν οικονομική και εμπορική πολιτική δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν ακόμη και όρους που μπορούσαν εύκολα να θυμίσουν την τεχνοτροπία της προηγούμενης κυβέρνησης. Η κ. Ραϊμόντο έχει μιλήσει για πρακτικές της Κίνας που «πλήττουν τους Αμερικανούς εργαζόμενους και εμποδίζουν τις αμερικανικές βιομηχανίες να ανταγωνιστούν». Και η κ. Γέλεν έχει εκφράσει την πρόθεση της υπερδύναμης «να χρησιμοποιήσει όλο το οπλοστάσιό της» για να αντιμετωπίσει τις αθέμιτες πρακτικές της Κίνας, όπως «το ντάμπινγκ στα προϊόντα, η επιβολή περιορισμών σε εμπορικές συναλλαγές και οι παράνομες κρατικές ενισχύσεις σε επιχειρήσεις».
Ομοίως, το σκληρό αλλά ευέλικτο και διπλωματικό πρόσωπο της Ουάσιγκτον θα δείξει στην Κίνα η νέα εκπρόσωπος Εμπορίου, η Κάθριν Τάι, παιδί Κινέζων μεταναστών, που δήλωσε ενώπιον του Κογκρέσου πως από την εμπειρία της ως συμβούλου προκατόχου της γνωρίζει την ανάγκη να καταστεί η ασιατική δύναμη υπόλογη για τις αθέμιτες πρακτικές της στο εμπόριο, αλλά και πόσο αναγκαία είναι μια επιδέξια πολιτική από πλευράς των ΗΠΑ. Σε ό,τι αφορά τον ίδιο τον πρόεδρο των ΗΠΑ, δεν έκρυψε την ανησυχία του για την επέλαση της Κίνας, ούτε την αποφασιστικότητά του να την ανακόψει. Μετά την πρώτη συνομιλία που είχε, από την ανάληψη των καθηκόντων του, με τον Κινέζο ομόλογό του, ο κ. Μπάιντεν προειδοποίησε διακομματική επιτροπή του Κογκρέσου ότι η Κίνα αποτελεί τον «σοβαρότερο ανταγωνιστή» της Αμερικής. Σε αντίθεση με τα μειλίχια σχόλια του Κινέζου προέδρου, ο οποίος πρότεινε συνεργασία για κοινό όφελος, ο Αμερικανός πρόεδρος έχει καταστήσει σαφές πως δεν βλέπει περιθώρια για συμπόρευση με το Πεκίνο. Εχει ερμηνεύσει ως άμεση απειλή για την υπερδύναμη τις εκτεταμένες επενδύσεις του Πεκίνο σε μεταφορές, περιβάλλον, τεχνολογία κ.λπ. και έχει προειδοποιήσει πως «πρέπει να σπεύσουμε, γιατί αν δεν κινηθούμε, θα φάνε το φαγητό μας».
Στα άλματα της Κίνας, οι ΗΠΑ απαντούν με σπάνιες γαίες και τεχνητή νοημοσύνη
«Ο κόσμος στρέφεται προς Ανατολάς και ταχύτατα». Με τη φράση αυτή, η Φρανσουάζ Χουάνγκ, οικονομολόγος ειδικευμένη σε θέματα Ασίας – Ειρηνικού στην Euler Hermes, κατέγραφε στα μέσα Ιανουαρίου τα επιτεύγματα με τα οποία απειλεί η Κίνα να εκθρονίσει τις ΗΠΑ από τη θέση της παγκόσμιας υπερδύναμης. Η διαπίστωσή της, την οποία πολλοί θεωρούν καθυστερημένη κατά δύο δεκαετίες, ήταν απότοκος των όσων στοιχείων έβλεπαν εκείνες τις ημέρες το φως της δημοσιότητας: ότι η Κίνα άφησε πίσω της το σοκ της πανδημίας πολύ ταχύτερα από τον υπόλοιπο κόσμο και σημείωσε θετικό ρυθμό ανάπτυξης το περασμένο έτος και ότι η ικανότητα της Κίνας να αναπτύσσεται και υπό τις χείριστες συνθήκες, όταν ο υπόλοιπος κόσμος βυθίζεται στην ύφεση, συνεπάγεται πως το ΑΕΠ της θα υπερβεί εκείνο των ΗΠΑ μέσα στη δεκαετία, δηλαδή αρκετά χρόνια νωρίτερα από όσα είχε αρχικά προβλεφθεί. Επίσης η Κίνα υπερέβη ήδη τις ΗΠΑ ως προς τις άμεσες ξένες επενδύσεις που προσείλκυσαν οι δύο χώρες το περασμένο έτος. Και βέβαια, ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, από τη στιγμή που ανέλαβε το τιμόνι της δεύτερης οικονομίας στον κόσμο, δεν έχει κρύψει τη φιλοδοξία του να αναδείξει την Κίνα σε παγκόσμια υπερδύναμη.
Οπως αναφέρει η Τζιλ Ντάισις, αναλύτρια του CNN για θέματα Ασίας, δύσκολα μπορεί να αγνοήσει κανείς την οικονομική ισχύ της Κίνας. Τα ισχυρότερα διεθνή funds, όπως τα Fidelity και Invesco, έχουν δεσμεύσει εκατοντάδες εκατ. δολάρια στην κινεζική εφαρμογή TikTok, ενώ αμερικανικές εταιρείες όπως οι Costco, Tesla και Starbucks έχουν εκτεταμένες επενδύσεις στην ασιατική δύναμη.
Και στη διάρκεια του 2020 η Κίνα δανείστηκε για πρώτη φορά με αρνητικά επιτόκια, προσελκύοντας τους μεγαλύτερους επενδυτές από όλο τον κόσμο, από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Ολα κατατείνουν στη δυσοίωνη πρόβλεψη του Νταν Μπλούμενταλ, διευθυντή ασιατικών μελετών στο American Enterprise Institute, ότι «προϊόντος του χρόνου οι επιχειρήσεις άλλων χωρών θα μείνουν χωρίς επενδύσεις γιατί θα τις έχουν απορροφήσει όλες οι κινεζικές και θα τις έχει εξαφανίσει η κινεζική πανοπλία των αθέμιτων πρακτικών κατά του ανταγωνισμού».
Σύμφωνα, όμως, με τον Ρίαν Χας, που κατέχει έδρα Εξωτερικής Πολιτικής στο Brookings Institution και έχει υπηρετήσει στην αμερικανική πρεσβεία στο Πεκίνο από το 2008 έως το 2012, οι ΗΠΑ παραμένουν η ισχυρότερη δύναμη στη σχέση ΗΠΑ – Κίνας και έχουν βάσιμους λόγους να πιστεύουν ότι μπορεί να παραμείνουν έτσι. Σε άρθρο του στο Foreign Affairs τονίζει πως όσα εμπόδια και αν αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ, είναι σημαντικά μεγαλύτερα απ’ όσα αντιμετωπίζει η Κίνα.
Καταγράφοντας, άλλωστε, τα επιτεύγματα της Κίνας, η υπερδύναμη ανασυντάσσει τις δυνάμεις της. Πρώτα απ’ όλα έχει ήδη δρομολογήσει την αύξηση της παραγωγής σπάνιων γαιών, των πρώτων υλών που είναι αναγκαίες σε όλες τις σύγχρονες τεχνολογίες. Στις σπάνιες γαίες έχει εδώ και πάνω από 30 έτη σχεδόν παγκόσμιο μονοπώλιο η Κίνα, εξαιτίας, όμως, σφαλμάτων των ΗΠΑ, που είχαν δεσπόζουσα θέση στην παγκόσμια αγορά σπάνιων γαιών τη δεκαετία του 1980 και άφησαν σταδιακά την Κίνα να τις εκτοπίσει. Και τα σημαντικότερα μυαλά της Αμερικής συστρατεύονται στο πλευρό της αμερικανικής κυβέρνησης. Προ ημερών, παρουσίασε τις προτάσεις της για επενδύσεις ύψους 32 δισ. δολαρίων σε τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη διακομματική επιτροπή του Κογκρέσου, στην οποία συμμετέχουν υψηλόβαθμα στελέχη των ισχυρότερων αμερικανικών βιομηχανιών, των Oracle, Amazon, Microsoft και Google.
Ανήσυχος
Σχολιάζοντας την αναπτυξιακή δυναμική της Κίνας, που «επενδύει δισ. δολάρια σε ένα ευρύ φάσμα τομέων από τις μεταφορές, το περιβάλλον και πολλά άλλα», ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν εξέφρασε την ανησυχία της υπερδύναμης απέναντι στον ανταγωνισμό του Πεκίνου, επισημαίνοντας πως «πρέπει να σπεύσουμε γιατί, αν δεν κινηθούμε, θα φάνε το φαγητό μας».
Ο ειρηνοποιός
Τείνοντας κλάδο ελαίας προς την Ουάσιγκτον και αμβλύνοντας την εικόνα του επιθετικού ανταγωνισμού, ο Κινέζος πρωθυπουργός Λι Κετσιάνγκ εξέφρασε την πρόθεση της Κίνας να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ, τονίζοντας πως οι δύο χώρες μπορούν «να προωθήσουν την ανάπτυξη αμοιβαία επωφελών επιχειρηματικών σχέσεων στη βάση της ισοτιμίας και του αμοιβαίου ενδιαφέροντος».