ΣΕΒ: Σε φορολογική ομηρία η οικονομία
Τις δυσμενείς επιπτώσεις της υπερφορολόγησης στην ελληνική οικονομία καταγράφει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), αναδεικνύοντας το φαινόμενο της «μαύρης» ή «γκρίζας» οικονομίας.
Όπως εξηγεί αναλυτικά σε ειδική του έκθεση, κάθε επιχείρηση που επιδιώκει να παράγει ποιοτικά, υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντα και υπηρεσίες, οφείλει να λειτουργεί νόμιμα, καθώς η τήρηση της νομιμότητας επιτρέπει τη διασφάλιση και την προαγωγή του ανταγωνιστικού της πλεονεκτήματος.
Για αυτές τις επιχειρήσεις, όταν η φορολόγηση φτάνει σε επίπεδα που δεν επιτρέπουν άλλο την κερδοφόρα λειτουργία, η μεταφορά δραστηριοτήτων στην παραοικονομία δεν αποτελεί λύση, καθώς είναι ασύμβατη με τη διατήρηση του ανταγωνιστικού τους πλεονεκτήματος.
Κατά τον ΣΕΒ, οι εναλλακτικές λύσεις είναι συγκεκριμένες και αρνητικές: η μετανάστευση, η παύση λειτουργίας και η συρρίκνωση σε μικρά μεγέθη, στα οποία καθίσταται εφικτή η είσπραξη και πληρωμή αδήλωτων χρημάτων και η απασχόληση αδήλωτης ή ημιδηλωμένης εργασίας.
Επιβίωση στην ημι-νομιμότητα
Ως αποτέλεσμα, προσθέτει ο Σύνδεσμος, η αγορά εγκλωβίζεται όλο και περισσότερο σε μια επιχειρηματικότητα περιορισμένης προοπτικής, η οποία επιβιώνει στην ημι-νομιμότητα και δεν μπορεί να προσφέρει ούτε αναπτυξιακή προοπτική ούτε αύξηση της καλοπληρωμένης μισθωτής εργασίας.
Η υπερφορολόγηση, όπως αναφέρεται στην ειδική έκθεση, στερεί από τις περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις κάθε προοπτική ανάπτυξης και τις καθηλώνει στον άχαρο και επιβλαβή ρόλο άσκησης αθέμιτου ανταγωνισμού εις βάρος των νόμιμων επιχειρήσεων.
Και όταν απουσιάζουν οι δυναμικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν αναπτύσσονται ούτε οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η μεγέθυνση της αγοράς στη βάση ενός ισορροπημένου μίγματος οργανωμένων επιχειρήσεων όλων των μεγεθών που αναπτύσσονται τηρώντας τους νόμους και κανόνες, σπεύδει να προσθέσει.
Ως παράδειγμα, ο ΣΕΒ επικαλείται τον κλάδο των αλκοολούχων ποτών, όπου ο συνδυασμός υπερφορολόγησης και ανοχής της παρανομίας στερεί – ειδικά από τους μικρομεσαίους παραγωγούς – κάθε δυνατότητα ανάπτυξης, παραδίδοντας μια τεράστια αγορά σε οργανωμένα συμφέροντα λαθρεμπόρων, υπό την πρόφαση μιας ιδιότυπης ανοχής υπέρ των πολύ μικρών παραγωγών που κανιβαλίζει την υπόλοιπη αγορά.
«Η επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, καλείται να επιβιώσει σε ένα πλαίσιο πρωτοφανούς και διαρκούς αβεβαιότητας, χρηματοδοτικής ασφυξίας που δεν είναι συμβατή με την ανάπτυξη» τονίζει, στο ίδιο πλαίσιο, και προσθέτει ότι «αυτό συμπληρώνεται από μια ιδιότυπη κατάσταση φορολογικής ομηρίας».
Υπερφορολόγηση χωρίς αντίκρισμα
Όπως εξηγεί, η Ελλάδα φορολογεί τις επιχειρήσεις με φόρους σε κέρδη και διανεμόμενα μερίσματα που, μαζί με την ειδική εισφορά, ξεπερνούν το 50%. Τους δε εργαζόμενους και ειδικά τα στελέχη, σε επίπεδα αντίστοιχα με χώρες όπως το Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ιταλία, και υψηλότερα των Σκανδιναβικών χωρών.
Αυτοί οι φόροι, όμως, δεν προσφέρουν την αντίστοιχη ανταποδοτικότητα σε δημόσιες υπηρεσίες, συμπληρώνει ο Σύνδεσμος. Ενδεικτικά, οι δημόσιες υπηρεσίες υγείας και παιδείας ή η ταχύτητα αδειοδότησης και απονομής δικαιοσύνης, καθώς και η ποιότητα εποπτείας αγοράς και νομοθέτησης, υστερούν σημαντικά στην Ελλάδα, όταν συγκρίνονται με τις χώρες που έχουν αντίστοιχα υψηλούς φορολογικούς συντελεστές.
Πηγή: naftemporiki.gr