Προβληματίζει το Βερολίνο η επιβολή του «πράσινου φόρου»
Σε δίλημμα βρίσκεται η Αγκελα Μέρκελ όσον αφορά την επέκταση του φόρου επί των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (του λεγόμενου «πράσινου φόρου») στον κλάδο των μεταφορών, στη θέρμανση των κτιρίων και στη γεωργία μεταξύ άλλων.
Το πρώτο σενάριο είναι η επιβολή του φόρου αποκλειστικά στη Γερμανία, κάτι το οποίο προκαλεί τις αντιρρήσεις των επιχειρήσεων, φοβούμενες ότι η επιπλέον φορολόγηση θα πλήξει την ανταγωνιστικότητά τους παγκοσμίως. Το δεύτερο σενάριο είναι η προώθηση της ιδέας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και, επομένως, η επιβολή του φόρου σε περισσότερα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Δεδομένου ότι η Γερμανία δεν φαίνεται πως θα επιτύχει τους στόχους που είχε θέσει για τον περιορισμό των αέριων ρύπων μέχρι το 2020, η Γερμανίδα καγκελάριος καλείται να αποφασίσει άμεσα για τον «πράσινο φόρο». Την Κυριακή ο Πίτερ Αλτμάιερ, υπουργός Οικονομίας της χώρας, δέχθηκε την επιβολή μιας προκαταρκτικής επιβάρυνσης στα 20 ευρώ ανά τόνο αερίων ρύπων, που αργότερα αναμένεται να αυξηθεί.
Το ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων (ETS) καλύπτει μόλις το 45% των ρύπων που δημιουργούνται στην Ε.Ε., και μάλιστα περιορίζεται σε τομείς όπως της πολιτικής αεροπορίας και σε ιδιαίτερα ρυπογόνες βιομηχανικές δραστηριότητες. Επομένως, η γερμανική κυβέρνηση διαθέτει μεγάλη ευελιξία στο υπόλοιπο 65% των ρύπων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που δεν ρυθμίζονται ήδη.
Ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να επιβληθεί ο εν λόγω φόρος είναι είτε με φορολόγηση ανάλογα με το ύψος των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από τις αντίστοιχες βιομηχανίες είτε θέτοντας ένα ανώτατο όριο, το οποίο, εάν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά δεν ξεπερνούν, θα δικαιούνται να το πουλήσουν. Οπως φαίνεται, η δεύτερη επιλογή προσελκύει περισσότερους υποστηρικτές.
Το ακανθώδες ζήτημα είναι η περαιτέρω οικονομική επιβάρυνση των γερμανικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών, δεδομένου ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης είναι ασταθής. Την ίδια στιγμή, η προσπάθεια απεξάρτησης της Γερμανίας από τον άνθρακα έχει δημιουργήσει ασυνήθιστες ανισορροπίες στην οικονομία, η οποία χρειάζεται κάποιο καιρό για να σταθεροποιηθεί. Εν μέσω αυτής της κατάστασης, η επιβολή επιπλέον φόρου στις εκπομπές ρύπων θα μπορούσε να διαταράξει σημαντικά τη γερμανική οικονομία. Επιχειρήσεις και νοικοκυριά της χώρας πληρώνουν περίπου 25 δισ. ευρώ ετησίως για επιδοτήσεις σε έργα πράσινης ενέργειας μέσω του λογαριασμού ηλεκτρικού ρεύματος. Ως αποτέλεσμα, η Γερμανία έχει τους δεύτερους υψηλότερους λογαριασμούς ρεύματος στην Ευρώπη μετά τη Δανία.
Η γερμανική κυβέρνηση προσπαθεί να καθησυχάσει τις επιχειρήσεις, υποσχόμενη πως η αύξηση του φόρου επί των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα θα αντισταθμιστεί από μείωση σε άλλους φόρους. Ωστόσο, πολλοί εκτιμούν πως η ακριβής αντιστάθμιση μεταξύ φόρων σε διαφορετικούς τομείς για εταιρείες και νοικοκυριά είναι σχεδόν αδύνατη.
Πηγή: kathimerini.gr