Πλήγμα στην εμπιστοσύνη των καταθετών προκάλεσε η επιβολή capital controls
Εξαιρετικά εύθραυστη παραμένει η εμπιστοσύνη προς το τραπεζικό σύστημα, καθώς δύο χρόνια μετά την επιβολή των capital controls, το 36% των πολιτών, δηλαδή ένας στους τρεις και σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις (48%) απαντούν ότι δεν εμπιστεύονται τις τράπεζες στην Ελλάδα.
Αυτό προκύπτει από την έρευνα που πραγματοποίησε η Alvarez & Marsal για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος, την οποία είχε παρουσιάσει αποκλειστικά η «Κ» στις 13 Οκτωβρίου, με βάση τα ευρήματα της οποίας η πλειονότητα των ερωτηθέντων εκτιμά ότι θα απαιτηθούν περίπου δύο χρόνια (59% του κοινού και 53% των επιχειρήσεων) για να αρθούν τα capital controls.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 2017, σε συνέχεια της κατάρτισης από τις ελληνικές αρχές του οδικού χάρτη για τη χαλάρωση των περιορισμών στην ανάληψη μετρητών και στη μεταφορά κεφαλαίων, που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Μάιο του 2017. Σκοπός της έρευνας είναι να αποτυπώσει τις απόψεις και τις εκτιμήσεις φυσικών και νομικών προσώπων για τον αντίκτυπο των περιορισμών, τόσο στα ίδια όσο και στην οικονομία και για τις συνέπειες που προσδοκούν ότι θα έχει η σταδιακή χαλάρωσή τους. Η έρευνα κάλυψε το ευρύ κοινό με τηλεφωνικές συνεντεύξεις σε 2.000 άτομα από τον γενικό πληθυσμό σε πανελλήνια κλίμακα, ενώ επικεντρώθηκε και σε 300 εύπορους καταναλωτές. Περαιτέρω, η έρευνα εξέτασε και τη στάση του επιχειρηματικού κόσμου με συνεντεύξεις σε 500 μικρές, μικρομεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς και σε υψηλόβαθμα στελέχη 15 μεγάλων επιχειρήσεων και θεσμικών φορέων.
Οπως προκύπτει από την έρευνα, το ευρύ κοινό είναι μάλλον ανεπαρκώς ενημερωμένο σε σχέση με τους ισχύοντες περιορισμούς, ενώ οι επιχειρήσεις είναι περισσότερο ενημερωμένες. Οι συμμετέχοντες από το ευρύ κοινό απάντησαν ότι έχουν επηρεαστεί από τους περιορισμούς, καθώς συχνά εξαντλούν τα όρια ανάληψης μετρητών. Οι επιχειρήσεις επισήμαναν αρνητικές επιδράσεις των περιορισμών, εμφανείς σε διάφορες πτυχές της δραστηριότητάς τους, όπως η έγκαιρη είσπραξη από τους πελάτες, οι όροι πληρωμής των προμηθευτών και η ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών. Οπως είναι φυσικό, οι επιδράσεις των περιορισμών ήταν εντονότερες για τις εισαγωγικές επιχειρήσεις.
Το επίπεδο εμπιστοσύνης του κοινού και του επιχειρηματικού τομέα στις βραχυπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και του εγχώριου τραπεζικού συστήματος ήταν χαμηλό κατά τη χρονική περίοδο που έλαβε χώρα η έρευνα. Στην πλειονότητά τους οι επιχειρήσεις –κυρίως οι μεγαλύτερες– ήταν συγκρατημένα αισιόδοξες για τις βραχυπρόθεσμες επιχειρηματικές τους προοπτικές. Αντίθετα, το ευρύ κοινό δήλωσε λιγότερο αισιόδοξο για το εισόδημά του το προσεχές έτος. Σύμφωνα με τις απαντήσεις των πολιτών, οι δύο σημαντικότεροι παράγοντες που θα συνέβαλλαν ώστε χρήματα που σήμερα βρίσκονται εκτός ελληνικού τραπεζικού συστήματος να κατατεθούν στις τράπεζες στην Ελλάδα είναι: (α) η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας (σύμφωνα με το 56% των ερωτηθέντων) και (β) η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος (σύμφωνα με το 44% των ερωτηθέντων).
Σε περίπτωση άρσης των περιορισμών, το 38% των ερωτηθέντων από το ευρύ κοινό εκτιμά ότι θα υπάρξει φυγή μεγάλου μέρους των καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες είτε σε μορφή μετρητών (14%) είτε μέσω ηλεκτρονικών μεταφορών στο εξωτερικό (24%). Ωστόσο, το 79% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι δεν θα προχωρούσε σε αντίστοιχη ενέργεια. Σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις, το 44% εκτιμά ότι θα μετέφερε τουλάχιστον κάποια κεφάλαια από το εξωτερικό πίσω στην Ελλάδα.
Πηγή: kathimerini.gr