Πιέσεις Γερμανών σε ΕΚΤ για μείωση των παλαιών κόκκινων δανείων
Ομάδα βορειοευρωπαϊκών χωρών, υπό την ηγεσία της Γερμανίας, πιέζει ώστε η ΕΚΤ να υιοθετήσει αυστηρό πλαίσιο για τη μείωση του ύψους των παλαιών μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) που βρίσκονται στους ισολογισμούς των τραπεζών, σύμφωνα με πληροφορίες του Bloomberg.
Τον περασμένο μήνα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε εκδώσει νομοθετική πρόταση για τον περιορισμό των νέων ΜΕΔ, ωστόσο το θέμα των κόκκινων δανείων που έχουν δημιουργηθεί τα περασμένα χρόνια είναι ακανθώδες, εξαιτίας του πολύ μεγάλου ύψους τους.
Το υψηλότερο ποσοστό κόκκινων δανείων στην Ε.Ε. διαθέτουν οι ελληνικές τράπεζες, ενώ οι ιταλικές έχουν συσσωρεύσει επισφάλειες ονομαστικού ύψους 163,6 δισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία της ιταλικής κεντρικής τράπεζας για τον Φεβρουάριο του 2018.
Συνολικά, οι τράπεζες της Ευρωζώνης διέθεταν στα τέλη του τρίτου τριμήνου του 2017 μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους 793,2 δισ. ευρώ. Η ομάδα των βορειοευρωπαϊκών κρατών στο εποπτικό συμβούλιο της ΕΚΤ πιέζει ώστε να οριστούν πιεστικά χρονικά περιθώρια για τη λήψη προβλέψεων για παλαιά ΜΕΔ. Η Κομισιόν είχε προτείνει τον Μάρτιο την πλήρη κάλυψη με προβλέψεις των νέων ΜΕΔ που δεν διαθέτουν εξασφαλίσεις εντός δύο ετών από τη δημιουργία τους και των ΜΕΔ με εξασφαλίσεις εντός οκτώ ετών.
Η ΕΚΤ είχε προτείνει επίσης τον Μάρτιο την κάλυψη με προβλέψεις των νέων ΜΕΔ εντός δύο και επτά ετών, αντίστοιχα. «Οι οδηγίες που είχε εκδώσει η ΕΚΤ για τα νέα ΜΕΔ είχαν προκαλέσει τεράστια διαμάχη στην αγορά και έντονη συζήτηση για το κατά πόσον θα έχει ως αποτέλεσμα υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις για ορισμένες τράπεζες», λέει στο Bloomberg ο Πάμπλο Μανζάνο, βοηθός αντιπρόεδρος του οίκου αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας DBRS για τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
«Μάχη»
Ωστόσο, η Γερμανία και οι σύμμαχοί της επιθυμούν την επιβολή χρονικών ορίων για την κάλυψη των παλαιών ΜΕΔ με προβλέψεις ανάλογες με αυτές που ισχύουν για τα νέα ΜΕΔ, σύμφωνα με το Bloomberg.
Σύμφωνα με το ειδησεογραφικό πρακτορείο, θα διεξαχθεί «μάχη» μεταξύ της Γερμανίας και των συμμάχων της και χωρών όπως η Ιταλία και η Πορτογαλία, οι τράπεζες των οποίων διαθέτουν υψηλό ποσοστό ΜΕΔ. Εκπρόσωπος Τύπου της ΕΚΤ αρνήθηκε να σχολιάσει το θέμα.
Ωστόσο, τον περασμένο μήνα η Ντανιέλ Νουί, επικεφαλής του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, είχε δηλώσει ότι το επίπεδο των ΜΕΔ εξακολουθεί να είναι υπερβολικά υψηλό σε ορισμένες χώρες (βλέπε πίνακα).
Οι τράπεζες της Ευρωζώνης έχουν καταφέρει να μειώσουν σημαντικά το ύψος των ΜΕΔ το 2017 και να το περιορίσουν στα 793,2 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους από το επίπεδο των 955 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2016.
Καθώς υπάρχει σημαντικό χάσμα μεταξύ χωρών της Βόρειας και της Νότιας Ευρώπης σχετικά με το θέμα των παλαιών ΜΕΔ, θα ήταν απογοητευτικό αν δεν οριστούν, εντός του έτους, χρονικά περιθώρια για τον περιορισμό του ύψους των παλαιών ΜΕΔ, είπε στο Bloomberg αξιωματούχος που εμπλέκεται στις σχετικές συζητήσεις.
Ανησυχία για το ευρώ
Οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρωζώνης ανησυχούν για τις επιπτώσεις που θα είχε στην οικονομία ενδεχόμενη διεξαγωγή ανοικτού εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ, σύμφωνα με τα πρακτικά από τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ τον Μάρτιο.
Μια ανησυχητική επίπτωση θα μπορούσε να είναι η ενίσχυση του ευρώ έναντι του δολαρίου, εξέλιξη που θα οδηγούσε σε εξασθένηση των, ούτως ή άλλως, αδύναμων πληθωριστικών πιέσεων που υπάρχουν στην Ευρωζώνη, τη στιγμή που η ΕΚΤ οδεύει προς ολοκλήρωση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης στα τέλη του έτους. Οι κεντρικοί τραπεζίτες χαρακτήρισαν τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ «σημαντική πηγή» αβεβαιότητας, ενώ ορισμένοι εξ αυτών προέβλεψαν ότι η ενίσχυση του κοινού νομίσματος θα έχει πιο αρνητικές επιπτώσεις στον πληθωρισμό απ’ όσο υπολογίζεται σήμερα.
Η σημαντική ενίσχυση του ευρώ έναντι του δολαρίου περιορίζει το κόστος των εισαγωγών, συνεπώς και τις πληθωριστικές πιέσεις που προέρχονται από αυτές, ενώ καθιστά λιγότερο ελκυστικές τις εξαγωγές των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες ανέφεραν ότι είναι θέμα χρόνου μέχρι να επιστρέψει ο πληθωρισμός προς τον στόχο του 2%, ωστόσο έκριναν ότι η επιτευχθείσα πρόοδος δεν είναι αρκετή.
Πηγή: kathimerini.gr