Περισσότερες εισφορές για μεγαλύτερη σύνταξη ή λιγότερες για ρευστότητα;
Το ερώτημα θα τίθεται από εδώ και στο εξής κάθε χρόνο στον επιτηδευματία και στον επαγγελματία και θα πρέπει να απαντάται κάθε φορά. Η απάντηση είναι πολύ συγκεκριμένη: όσο περισσότερες εισφορές πληρώνει κάποιος τόσο περισσότερα έξοδα θα έχει για ένα ολόκληρο δωδεκάμηνο αλλά και τόσο μεγαλύτερη σύνταξη θα λάβει όταν θα έρθει η ώρα συνταξιοδότησης. Αυτές τις ημέρες, δίνεται η δυνατότητα σε εκατοντάδες χιλιάδες επαγγελματίες να αναθεωρήσουν για πρώτη φορά την απόφαση που έλαβαν πέρυσι διαλέγοντας μια από τις ασφαλιστικές κατηγορίες που προβλέπονται. Γεγονός είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των επαγγελματιών –πάνω από 80% του συνόλου- επέλεξαν να καταταγούν στην χαμηλότερη κατηγορία πληρώνοντας τα 210 ευρώ τον μήνα. Μέσα στις επόμενες ημέρες –και μέχρι τέλος Γενάρη- οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να διαλέξουν αν θα ανέβουν κατηγορία για να προσθέσουν ένα «κομμάτι» στη σύνταξή τους ή αν θα μείνουν στην χαμηλότερη κλίμακα.
Γεγονός είναι ότι η αβεβαιότητα που προκαλεί η πανδημία καθιστά δύσκολη την απόφαση ενός επαγγελματία να δεσμευτεί για μια μεγαλύτερη δαπάνη επί έναν ολόκληρο χρόνο (σ.σ η όποια απόφαση ληφθεί τώρα θα μπορεί να αναθεωρηθεί ύστερα από έναν χρόνο). Από την άλλη όμως, χρόνος που περνάει, πίσω δεν γυρνάει. Με τα 210 ευρώ τον μήνα, προστίθεται ένα πολύ μικρό «λιθαράκι» στη σύνταξη και αυτό δεν μπορεί να διορθωθεί παρά με πολύ υψηλότερες εισφορές επί δύο ή και τρία χρόνια.
Δηλαδή, αν κάποιος μείνει μόνιμα στην κατώτερη κατηγορία των 210 ευρώ, θα λάβει σύνταξη 588 ευρώ ύστερα από 30 έτη ασφάλισης, 673 ευρώ ύστερα από 35 έτη και 772 ευρώ ύστερα από 40 έτη. Αν επιλέξει την δεύτερη κατηγορία αντί για την πρώτη θα μπορεί να προσβλέπει σε αύξηση της σύνταξης του κατά 41 έως 77 ευρώ τον μήνα. Βέβαια, θα πληρώνει 252 ευρώ αντί για 210 ευρώ. Με την 3η ασφαλιστική κατηγορία, η σύνταξη μπορεί να αυξηθεί από 107 έως 202 ευρώ κ.ο.κ. Είναι αυτονόητο ότι οι αυξήσεις δεν διασφαλίζονται με την επιλογή υψηλότερης κατηγορίας για έναν χρόνο. Απαιτείται η καταβολή των υψηλότερων εισφορών για πολλά χρόνια. Η λογική είναι ότι η σύνταξη χτίζεται κάθε χρόνο από την πρώτη ημέρα ασφάλισης μέχρι την ημερομηνία συνταξιοδότησης.