Πανευρωπαϊκός και εγχώριος «συναγερμός» για τα κόκκινα δάνεια
Νέο «καμπανάκι» για τα «κόκκινα» δάνεια αναμένεται να χτυπήσει στις τράπεζες η ΤτΕ, την ώρα που το θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων προκαλεί πανευρωπαϊκό «συναγερμό».
Όπως θα προκύπτει από την επισκόπηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος που αναμένεται να δημοσιεύσει η ΤτΕ μέσα στην εβδομάδα, ενδεχομένως και σήμερα, η επιτυχής αντιμετώπιση της πρόκλησης των «κόκκινων» δανείων θα κρίνει την σταθερότητα και κερδοφορία των τραπεζών τα προσεχή χρόνια.
Μετά από αρκετές ζημιογόνες χρήσεις, το 2016 οι τράπεζες κατέγραψαν οριακά κέρδη πριν από φόρους (39 εκατ. ευρώ) κυρίως λόγω της σημαντικής μείωσης των προβλέψεων έναντι επισφαλών απαιτήσεων. Στο τέλος Δεκεμβρίου 2016 το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ανήλθε σε περίπου 106 δισ. ευρώ έναντι 108 δισ. ευρώ το 2015, σημειώνοντας βελτίωση που ήταν αφενός αποτέλεσμα διαγραφών δανείων, αφετέρου απόρροια του γεγονότος ότι κάποιες πιστώσεις που είχαν παρουσιάσει καθυστέρηση άρχισαν και πάλι, κατόπιν αναδιάρθρωσης της οφειλής, να εξυπηρετούνται.
Με βάση την Έκθεση για τους Επιχειρησιακούς Στόχους Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων που δημοσίευσε η ΤτΕ στις 6 Ιουνίου, στο α΄ τρίμηνο 2017 το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) των τραπεζών μειώθηκε περαιτέρω κατά 1,1% σε σχέση με το τέλος Δεκεμβρίου 2016, αγγίζοντας τα 105,1 δις. ευρώ ή το 45,2% των συνολικών ανοιγμάτων. Σημειώνεται ότι σε σχέση με τον Μάρτιο του 2016, χρονικό σημείο κορύφωσης του επιπέδου των NPEs, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των τραπεζών μειώθηκαν κατά 3,3% ή 3,5 δις. ευρώ.
Όπως γίνεται ορατό από τα στοιχεία που έχει δώσει μέχρι στιγμής η ΤτΕ, η πρόοδος των τραπεζών υπολείπεται της απαιτούμενης ταχύτητας με την οποία πρέπει να λυθεί ο «γόρδιος δεσμός» των NPLs προκειμένου να μην πνίξει το τραπεζικό σύστημα. Ειδικά όταν στο α΄ τρίμηνο του 2017, σημαντικό ποσοστό δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης (ιδίως βραχυπρόθεσμου τύπου) εμφάνισε εκ νέου καθυστέρηση.
Ειδικότερα, παρατηρήθηκε ότι ο τριμηνιαίος δείκτης αθέτησης (default rate) παρουσίασε μεν περαιτέρω επιβράδυνση, παρέμεινε όμως σε επίπεδα άνω του 2% και υψηλότερος από το ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate). Η διαφορά ανάμεσα στο ρυθμό αθέτησης και στο ρυθμό αποκατάστασης ήταν υψηλότερη στο επιχειρηματικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο. Παράλληλα, ιδιαιτέρως ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με την τάση των προηγούμενων τριμήνων, στο α΄ τρίμηνο 2017 οι τράπεζες ανέφεραν σημαντικές εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο στεγαστικό τους χαρτοφυλάκιο.
Σημειώνεται ότι η κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από προβλέψεις σε επίπεδο τραπεζικού συστήματος έχει μειωθεί οριακά (49,1% τον Μάρτιο του 2017 από 49,7% τον Δεκέμβριο του 2016). Εφόσον όμως προστεθεί στις προβλέψεις και η αποτίμηση των εμπράγματων εξασφαλίσεων, το ποσοστό κάλυψης προσεγγίζει το 100%.
Συνολικά, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών παραμένει πολύ υψηλό και εξακολουθεί να δρα, μέσω ποικίλων διαύλων, ανασχετικά για την πιστοδοτική τους δραστηριότητα. Από την άλλη πλευρά, ενισχυτικά για τη δυνατότητα των τραπεζών να δανειοδοτήσουν την πραγματική οικονομία λειτουργεί το γεγονός ότι οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειάς τους διατηρούνται υψηλοί (Δεκέμβριος 2016 ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών CET1 στο 16,9% σε ενοποιημένη βάση, από 16,2% τον Δεκέμβριο 2015 και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας στο 17%, από 16,3% τον Δεκέμβριος 2015).
Σημειώνεται ότι κρίσιμος για τη σταθερότητα του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι και ο ρόλος της επιστροφής των καταθέσεων, η οποία συνδέεται άμεσα με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης.
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση της ΤτΕ για τη Νομισματική Πολιτική 2016 – 2017 που δημοσιεύθηκε στις 30 Ιουνίου, συνολικά την περίοδο μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, δηλαδή μεταξύ Ιουνίου 2016 και Απριλίου 2017, οι καταθέσεις του εγχώριου ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν κατά 3,5 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα το αντίστοιχο υπόλοιπο να διαμορφωθεί τον Απρίλιο του 2017 στα 119 δισ. ευρώ. Ωστόσο, τους πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους πραγματοποιήθηκαν εκροές καταθέσεων, λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας από την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Πηγή: capital.gr