Παγκόσμια Τράπεζα/ΠΟΥ – Η πανδημία εξανέμισε δύο δεκαετίες προόδου στη βελτίωση των υπηρεσιών υγείας
Θλιβερά είναι τα νέα στοιχεία που συγκέντρωσαν η Παγκόσμια Τράπεζα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναφορικά με τις συνέπειες της πανδημίας στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών και την πρόσβαση τους στα συστήματα υγείας, ανακόπτοντας την πρόοδο που είχε επιτευχθεί τις προηγούμενες δύο δεκαετίες. Οι δύο συμπληρωματικές εκθέσεις δημοσιεύτηκαν σήμερα, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Καθολικής Υγειονομικής Κάλυψης.
Τα στοιχεία έδειξαν, λοιπόν πως πάνω από μισό δισεκατομμύριο άνθρωποι στον πλανήτη ωθήθηκαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας πέρυσι, εν μέσω της πανδημίας, καθώς κλήθηκαν να πληρώσουν το φουσκωμένο λογαριασμό για τις δαπάνες υγείας από την τσέπη τους.
Η πανδημία κλόνισε συθέμελα τα συστήματα υγείας παγκοσμίως και πυροδότησε τη χειρότερη οικονομική κρίση από τη δεκαετία του 1930, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολο στους πολίτες να έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Αποτέλεσμα αυτού, ήταν η ανοσολογική κάλυψη του πληθυσμού και οι εμβολιασμοί να μειωθούν για πρώτη φορά εδώ και δέκα χρόνια και οι θάνατοι από ασθένειες όπως η μαλάρια και η φυματίωση να αυξηθούν.
«Δεν μπορούμε να χάσουμε άλλο χρόνο. Όλες οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ανακτήσουν άμεσα και να επιταχύνουν τις προσπάθειες για να διασφαλίσουν πως όλοι οι πολίτες μπορούν να έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, χωρίς να φοβούνται για το οικονομικό κόστος. Αυτό απαιτεί την αύξηση των δημόσιων δαπανών για την υγειονομική και κοινωνική στήριξη (των πολιτών) και την ενίσχυση της έμφασης στα πρωτοβάθμια υγειονομικά συστήματα» τόνισε χαρακτηριστικά ο γενικός γραμματέας του ΠΟΥ, Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους.
Μάλιστα, οι εκθέσεις προειδοποιούν πως οι οικονομικές δυσχέρειες για τις κοινωνίες μπορεί να επιδεινωθούν, με τα επίπεδα φτώχειας να παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, αν όχι να διευρύνονται, καθώς πως οι κυβερνήσεις θα βρεθούν σταδιακά αντιμέτωπες με την ανάγκη αυστηρότερων δημοσιονομικών πρακτικών. Κοινώς θα πρέπει να αρχίσουν να αποσύρουν τα μέτρα στήριξης και προστασίας των πολιτών από τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας και να ασχοληθούν με την αντιμετώπιση των αυξημένων δημοσιονομικών χρεών που προκάλεσε η πανδημία και τα πακέτα στήριξης.
«Με περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να λάβουν δύσκολες αποφάσεις για το πώς θα προστατεύσουν και θα αυξήσουν τους προϋπολογισμούς για τα συστήματα υγείας» προσέθεσε ο Χουάν Πάμπλο Ουρίμπε, παγκόσμιος διευθυντής θεμάτων υγείας και πληθυσμού στην Παγκόσμια Τράπεζα.
Εξανεμίστηκε η πρόοδος χρόνων
Μέσα στις τελευταίες δύο δεκαετίες, πολλές κυβερνήσεις είχαν σημειώσει σημαντική πρόοδο στον τομέα της υγειονομικής κάλυψης των πολιτών τους. Μάλιστα το 2019, πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, το 68% του παγκόσμιου πληθυσμού είχε πρόσβαση και κάλυψη στις βασικές υγειονομικές υπηρεσίες, ήτοι δηλαδή σε θεραπείες, νοσηλείες και εμβολιασμούς, όπως και προληπτικούς ελέγχους για διάφορες ασθένειες. Ο ρυθμός προόδου ανεκόπη την περσινή χρονιά και η δυνατότητα πρόσβασης των πληθυσμών σε υγειονομικές υπηρεσίες μειώθηκε σημαντικά, κυρίως στις πιο απομακρυσμένες και αγροτικές περιοχές, λόγω των οικονομικών δυσχερειών που προκάλεσε η πανδημία.
Τα επίπεδα ανοσολογική κάλυψη μειώθηκαν για πρώτη φορά μέσα σε δέκα χρόνια, με την πτώση να είναι πιο ισχυρή στις ήδη πιο αδύναμες οικονομικά χώρες.
Προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, η Παγκόσμια Τράπεζα έχει διοχετεύσει πάνω από 157 δισ. δολάρια από την έναρξη της πανδημίας για τη στήριξη των κοινωνιών από τις κοινωνικές, οικονομικές και υγειονομικές συνέπειες της Covid-19, ποσό που συνιστά μια από τις μεγαλύτερες και ταχύτερες αντιδράσεις απέναντι σε μια μεγάλη κρίση στην ιστορία του παγκόσμιου οργανισμού. Η χρηματοδότηση αυτή βοήθησε και συνεχίζει να βοηθά πάνω από εκατό χώρες για να βελτιώσουν την απάντηση τους απέναντι στην πανδημία και να προστατέψουν τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Για τον ίδιο λόγο η Παγκόσμια Τράπεζα υποστηρίζει πάνω από 60 φτωχές χώρες, κυρίως της Αφρικής, για την αγορά και χορήγηση εμβολίων κατά του κορωνοϊού και έχει απελευθερώσει πάνω από 20 δισ. δολάρια αποκλειστικά για το σκοπό αυτό, μέχρι τα τέλη του 2022.
Πηγή: ot.gr