Πέντε παραδοχές για το Brexit
Τον Οκτώβριο υποτίθεται ότι το επίκεντρο των διαπραγματεύσεων μεταξύ Βρετανίας και Ε.Ε. θα μετακινηθεί από τους όρους της εξόδου στους όρους για τη μελλοντική σχέση των δύο πλευρών. Ωστόσο, αυτό είναι μάλλον απίθανο. Παρά τη δημοσιοποίηση των θέσεων της βρετανικής κυβέρνησης και την έναρξη της διαδικασίας νομοθέτησης, παρατηρείται σημαντική επιβράδυνση εξαιτίας διαφορών τόσο στο εσωτερικό της βρετανικής κυβέρνησης όσο και μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών αλλά και εξαιτίας οικονομικών και τεχνικών ζητημάτων. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι στιγμής υπάρχουν οι εξής παραδοχές:
Πρώτον, η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι επιμένει ότι η αντιγραφή υπαρχουσών συμφωνιών, π.χ. με τη Νορβηγία ή την Τουρκία, δεν επαρκεί στην περίπτωση της Βρετανίας ιδίως σε δύο τομείς: στα σύνορα με την Ιρλανδία και στο καθεστώς που θα ρυθμίζει τις τελωνειακές σχέσεις. Το πρόβλημα είναι ότι η βρετανική πλευρά δεν έχει παρουσιάσει ένα πειστικό επιχείρημα για ποιον λόγο θα έπρεπε η Ε.Ε. να προσφέρει παραχωρήσεις προς τη Βρετανία σε σημαντικά ζητήματα. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας ενδέχεται να αποδειχθεί η εξαίρεση, ωστόσο στον τομέα των αγαθών η Ε.Ε. φαίνεται να έχει το πάνω χέρι.
Δεύτερον, η Βρετανία ετοιμάζεται να εγκρίνει το σχέδιο νόμου για τη μεταφορά της ευρωπαϊκής νομοθεσίας στο εθνικό δίκαιο, ωστόσο ούτε αυτό είναι βέβαιο. Πολιτικοί και από τις δύο πλευρές έχουν απορρίψει τη διάταξη που προβλέπει ότι οι υπουργοί θα έχουν το δικαίωμα να νομοθετούν χωρίς να είναι αναγκασμένοι να κερδίσουν την έγκριση της Βουλής. Οι υποστηρικτές της παραμονής στην Ε.Ε. προσπαθούν να θέσουν εμπόδια στη διαδικασία, ωστόσο είναι σαφές πως κανένας Βρετανός πολιτικός δεν έχει τη διάθεση να αναλώσει πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο για να προσπαθήσει να ακυρώσει το Brexit. Μόνο αν υπάρξει λαϊκή υποστήριξη για αλλαγή πορείας θα μπορούσε να ακυρωθεί το Brexit. Αυτό είναι πιθανό μόνο αν αισθανθούν οι Βρετανοί πως καταστρέφεται η οικονομία, πράγμα που, προς το παρόν, δεν συμβαίνει, κυρίως διότι η χώρα δεν έχει εγκαταλείψει την Ε.Ε. Αν εξαιρέσουμε την υποτίμηση της στερλίνας, οι υπόλοιπες οικονομικές συνθήκες παραμένουν σε γενικές γραμμές όπως ήταν πριν από το δημοψήφισμα.
Τρίτον, μπορεί το ΔΝΤ να προβλέπει ότι η ανάπτυξη της βρετανικής οικονομίας θα είναι πιο αργή από αυτήν της Ευρωζώνης, ωστόσο η αγορά εργασίας είναι αναντίρρητα ισχυρή, με την ανεργία να υποχωρεί στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 42 ετών. Πράγμα που δυσχεραίνει την προσπάθεια να πειστούν οι υπέρμαχοι του Brexit πως η Βρετανία δεν έχει άλλη επιλογή παρά να συμβιβαστεί σε θέματα εμπορίου και μετανάστευσης. Η Τράπεζα της Αγγλίας προβλέπει πως οι πραγματικοί μισθοί θα εξακολουθήσουν να υποχωρούν, ωστόσο, χωρίς το σοκ της αύξησης της ανεργίας, οι υποστηρικτές του Brexit θα εξακολουθήσουν να αμφισβητούν κατά πόσον υπάρχει σύνδεση μεταξύ της εξόδου από την Ε.Ε. και της επιδείνωσης της οικονομίας.
Τέταρτον, η Ε.Ε. έχει σαφώς μεγαλύτερη οικονομική ισχύ και επιπλέον την ευνοεί και ο χρόνος. Ο Μισέλ Μπαρνιέ, επικεφαλής διαπραγματευτής της Ε.Ε., αρνείται να συζητήσει το μέλλον των σχέσεων Βρετανίας – Ε.Ε. αν δεν έχουν διευθετηθεί ζητήματα του παρόντος και του παρελθόντος, όπως ο λεγόμενος λογαριασμός εξόδου. Κάτι που προκαλεί εμπόδια και απογοήτευση, ωστόσο είναι λογικό. Αν επιμείνει ο Μπαρνιέ και οι διαπραγματεύσεις συνεχιστούν μέχρι τον Μάρτιο του 2019, είναι πιθανό πως η Βρετανία δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να ζητήσει μια μακρά μεταβατική περίοδο, κάτι που πιθανότατα θα περιλαμβάνει υψηλή οικονομική εισφορά στον προϋπολογισμό της Ε.Ε. Δεν είναι να απορεί, λοιπόν, κανείς που η Τερέζα Μέι σχεδιάζει να ζητήσει αύριο προσωρινή παράταση του status quo μεταξύ Βρετανίας και Ε.Ε. Πέμπτον, ένας βασικός λόγος για τη δυσαρέσκεια που προκάλεσε το Brexit ήταν η ανισότητα που υπάρχει στη Βρετανία όσον αφορά στις ευκαιρίες και στους διαθέσιμους πόρους. Αυτό δεν έχει αλλάξει.
Πηγή: kathimerini.gr