Ο νέος «ψηφιακός» ψυχρός πόλεμος
Αν ο πρόεδρος των ΗΠΑ, ο συγκεκριμένος πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ήταν ο μοναδικός αρχηγός κράτους που κήρυξε ανοικτά τον πόλεμο στην κινεζική Huawei επικαλούμενος λόγους «εθνικής ασφάλειας», η ανησυχία της κοινής γνώμης για το τι ακριβώς συμβαίνει με τη μεγαλύτερη εταιρεία τηλεπικοινωνιακού υλικού στον κόσμο θα ήταν μάλλον μικρότερη.
Σε αντίθεση, όμως, με άλλες επιλογές του Ντόναλντ Τραμπ, η απόφασή του να αποκλείσει τη Huawei από την αμερικανική αγορά τηλεπικοινωνιών απαγορεύοντας στις αμερικανικές εταιρείες να χρησιμοποιούν εξοπλισμό της ή να την προμηθεύουν, δεν αποτελεί αυθαίρετη κίνηση της Ουάσιγκτον ούτε διαταράσσει παγιωμένες ισορροπίες. Συνάδει, αντιθέτως, με έναν διεθνή συναγερμό που έχει σημάνει κατά του κινεζικού κολοσσού, καθώς η Huawei έχει εμπνεύσει υποψίες σε κυβερνήσεις, μυστικές υπηρεσίες και εταιρείες. Ολο και περισσότερες χώρες εκφράζουν φόβους πως η Huawei αποτελεί το «μάτι» του Πεκίνου στον δυτικό κόσμο και το όχημα με το οποίο η Κίνα κατασκοπεύει επιχειρήσεις και κράτη για να κλέψει τεχνογνωσία ή στρατηγικής σημασίας μυστικά, με απώτερο στόχο την παγκόσμια κυριαρχία της.
Και το πρόβλημα είναι πως πρόκειται για την πρώτη στον κόσμο εταιρεία εξοπλισμού τηλεπικοινωνιών, αλλά και τη δεύτερη στον κόσμο, μετά τη Samsung, παρασκευάστρια των λεγόμενων έξυπνων κινητών με έσοδα περίπου 92 δισ. δολ. το περασμένο έτος. Εχει ήδη δεσπόζουσα θέση ανά τον κόσμο σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική, και επεκτείνεται δυναμικά στους πλέον στρατηγικούς τομείς της τεχνητής νοημοσύνης, του υπολογιστικού νέφους στο Ιντερνετ (cloud) και προπαντός στη λεγόμενη τεχνολογία πέμπτης γενιάς, που θα συνδέει υπολογιστές, έξυπνα κινητά, έξυπνα σπίτια και έξυπνες πόλεις. Η βαρύτητα της τεχνολογίας πέμπτης γενιάς, όμως, δικαιολογεί την Ουάσιγκτον και όσες χώρες έχουν συνταχθεί μαζί της κατά της Huawei να επιζητούν την απόλυτη ασφάλεια. Ετσι, στη διάρκεια του περασμένου έτους, πολλές χώρες προέβησαν σε κινήσεις ανάλογες με αυτές του Ντόναλντ Τραμπ επιβάλλοντας περιορισμό ή και αποκλεισμό της Huawei από τα δίκτυά τους. Οι υποψίες πως κατασκοπεύει τη Δύση για λογαριασμό του Πεκίνου οφείλονται πρώτα απ’ όλα στην προσωπικότητα του ανθρώπου που τη δημιούργησε, το 1987. Πρόκειται για τον μηχανολόγο Ρεν Ζενγκφάι, στέλεχος του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού της Κίνας στις αρχές της δεκαετίας του 1980, δηλαδή του ένοπλου βραχίονα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, που κυβερνά την αχανή ασιατική χώρα από το 1949 και σήμερα μόνον κατ’ όνομα κομμουνιστικό. Το παρελθόν του αρκεί για να ενσπείρει υποψίες σε κυβερνήσεις και επιχειρήσεις για τους δεσμούς του με το «βαθύ κράτος» της Κίνας. Στον δυτικό κόσμο είναι, άλλωστε, γνωστό πλέον πως το Πεκίνο δεν χάνει την ευκαιρία να εκμεταλλευθεί την ισχύ μιας κινεζικής εταιρείας στην παγκόσμια αγορά.
Αναμφίβολα, αυτό και μόνον το στοιχείο που κινεί υποψίες για διαπλοκή της Huawei με την κινεζική ηγεσία δεν αποδεικνύει ότι η εταιρεία είναι, όντως, ένοχη κατασκοπείας. Θεμελιώδης διαφορά, όμως, ανάμεσα στη Huawei και σε άλλες κινεζικές εταιρείες που δεν έχουν προκαλέσει αντιδράσεις στη Δύση είναι το ιδιοκτησιακό της καθεστώς, αφού παραμένει απροσδιόριστο, με την εταιρεία να δηλώνει ότι ανήκει στους υπαλλήλους της. Εχουν, άλλωστε, προηγηθεί εναντίον της κατηγορίες από αμερικανικές επιχειρήσεις πολλά χρόνια προτού εγκατασταθεί ο Τραμπ στον Λευκό Οίκο και κηρύξει εμπορικό πόλεμο κατά της Κίνας.
Το 2003, ομάδα αμερικανικών επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων και η Cisco, την κατηγόρησε ότι υπέκλεπτε πνευματική ιδιοκτησία και τεχνογνωσία. Η υπόθεση διευθετήθηκε εξωδικαστικά, αλλά στη συνέχεια ακολούθησε σειρά καταγγελιών από άλλες εταιρείες για κλοπή τεχνογνωσίας και παραβίαση του οικονομικού εμπάργκο κατά χωρών όπως το Ιράν. Το 2014, άλλωστε, την κατηγόρησε για επιχειρηματική κατασκοπεία η αμερικανική T-Mobile, που ανήκει στη γερμανική Deutsche Telekom. Το θέμα αφορούσε την τεχνολογία που έχει αναπτύξει στην κατασκευή ενός ρομπότ, του Τάπι. Υπάλληλοι της Huawei μαγνητοσκοπήθηκαν να μετρούν, να φωτογραφίζουν, αλλά και να κλέβουν ανταλλακτικά του Τάπι. Το σχετικό βίντεο παρουσιάστηκε στο δικαστήριο και η υπόθεση έκλεισε τρία χρόνια αργότερα, όταν επιβλήθηκε στη Huawei πρόστιμο ύψους 4,8 εκατ. δολαρίων.
Στο στόχαστρο πέντε μυστικών υπηρεσιών ο κινεζικός κολοσσός
Η υπόθεση της Huawei άρχισε να αναδίδει άρωμα ψυχρού πολέμου στις αρχές του περασμένου έτους. Τον Φεβρουάριο του 2018, οι επικεφαλής έξι τμημάτων των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ ενημέρωσαν αρμόδια επιτροπή της αμερικανικής Γερουσίας ότι δεν εμπιστεύονται τη Huawei ούτε και την ανταγωνίστριά της, την επίσης κινεζική ZTE. Συνέστησαν μάλιστα ευθέως στους Αμερικανούς να μη χρησιμοποιούν τα smartphones της εταιρείας ούτε και άλλον εξοπλισμό δικό της. Την αίσθηση του συναγερμού καλλιέργησε, όμως, στα μέσα Ιουλίου η συνάντηση που είχαν οι επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών ΗΠΑ, Καναδά, Βρετανίας, Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας, προκειμένου να κοινοποιήσουν την ανησυχία τους για το αν πρέπει να επιτρέπεται η λειτουργία εξοπλισμού της Huawei στις χώρες και στα δίκτυά τους.
Δύο ημέρες αργότερα, εργαστήριο που είχε επιστρατεύσει η κυβέρνηση της Βρετανίας για να εξετάσει το λογισμικό και γενικότερα τον εξοπλισμό της Huawei ανέφερε ότι είχε εντοπίσει «ελλείψεις» στις λειτουργικές της διαδικασίες, που έθεταν θέμα εθνικής ασφάλειας. Επειτα από συστηματικές πιέσεις της βρετανικής κυβέρνησης, η Huawei δέχθηκε να δαπανήσει 2 δισ. δολ. για τη διόρθωση αυτών των «ελλείψεων». Τον Αύγουστο, όμως, το αμερικανικό Κογκρέσο ψήφισε νόμο που υπέγραψε στη συνέχεια ο Ντόναλντ Τραμπ, και απαγόρευσε στις υπηρεσίες της αμερικανικής κυβέρνησης να αγοράζουν ή να χρησιμοποιούν υλικό τηλεπικοινωνιών και μηχανισμούς παρακολούθησης με οπτικοακουστικά μέσα κινεζικών εταιρειών όπως η Huawei και η ZTE. Οι δύο εταιρείες αναφέρονται στον σχετικό νόμο με το όνομά τους. Μία εβδομάδα αργότερα, η Αυστραλία ανακοίνωσε παρεμφερή νόμο με τον οποίο απέκλεισε από τις τηλεπικοινωνίες της και τα δίκτυα πέμπτης γενιάς οποιαδήποτε εταιρεία «ενδέχεται να υπακούει στις οδηγίες ξένης κυβέρνησης». Ο εν λόγω νόμος δεν ανέφερε ρητώς τη Huawei ούτε τη ΖΤΕ αλλά ο κινεζικός κολοσσός έσπευσε να επικρίνει την απόφαση ως πολιτικά υποκινούμενη και βασιζόμενη σε «ιδεολογικές προκαταλήψεις» και όχι σε πραγματικούς λόγους εθνικής ασφάλειας. Ακολούθησε τον Νοέμβριο η Νέα Ζηλανδία, οι μυστικές υπηρεσίες της οποίας απαγόρευσαν τη συμμετοχή της Huawei στην ανάπτυξη των δικών της δικτύων πέμπτης γενιάς, επικαλούμενες πάλι «σημαντικό κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια της χώρας». Η κορύφωση του δράματος φάνηκε να έρχεται τον Δεκέμβριο του περασμένου έτους, όταν οι καναδικές αρχές συνέλαβαν κατόπιν υπόδειξης της Ουάσιγκτον τη γενική οικονομική διευθύντρια της Huawei, Μενγκ Γουαντζού, με την κατηγορία ότι η εταιρεία της παραβίαζε συστηματικά το εμπάργκο κατά του Ιράν. Η είδηση προκάλεσε αίσθηση παγκοσμίως καθώς ο Καναδάς χρησιμοποιούσε εκτεταμένα τα συστήματα της Huawei. Λίγες ημέρες μετά τη σύλληψη της Μενγκ, ο όμιλος British Telecom ανακοίνωσε πως αφαιρεί τον εξοπλισμό της Huawei από τα βρετανικά δίκτυα κινητής τηλεφωνίας και δεν θα χρησιμοποιήσει τεχνολογία του κινεζικού κολοσσού στα μελλοντικά δίκτυα.
«Απαγορευτικό» στη Huawei από επιχειρήσεις – Μεγάλο πλήγμα από το μπλόκο της Google
Φραγμούς και αποκλεισμούς στη Huawei έχουν επιβάλει όχι μόνον κυβερνήσεις αλλά και επιχειρήσεις, έστω κι αν η σχετική απόφασή τους υποκινείτο από τις Αρχές της χώρας στην οποία ανήκουν. Τον Δεκέμβριο του περασμένου έτους, η γαλλική εταιρεία τηλεπικοινωνιών Orange (πάλαι ποτέ France Telecom) ανακοίνωσε ότι δεν πρόκειται εφεξής να χρησιμοποιεί εξοπλισμό της Huawei στα δικά της δίκτυα πέμπτης γενιάς. Κι ενώ η Γερμανία έχει εμφανώς αποφύγει να προβεί σε απροκάλυπτα εχθρικές κινήσεις προς τον κινεζικό κολοσσό, η γερμανική Deutsche Telekom εξετάζει διεξοδικά κατά πόσον υπάρχει πρόβλημα εθνικής ασφάλειας με τη χρήση του εξοπλισμού της Huawei.
Εν ολίγοις, ο πανίσχυρος κινεζικός κολοσσός με το παγκόσμιο δίκτυο προμηθευτών από την Κίνα, την Ταϊβάν και την Ιαπωνία μέχρι τις ΗΠΑ και τη Φινλανδία, και με τις πωλήσεις των κινητών του ανά τον κόσμο να υπερβαίνουν εκείνες της Apple, βρίσκει σταδιακά όλο και περισσότερες κλειστές πόρτες σε όλο και περισσότερες χώρες. Καθοριστικό πλήγμα για τη Huawei αναμένεται, πάντως, να είναι η απόφαση της Google να την αποκλείσει από κάθε μελλοντική αναβάθμιση του λειτουργικού συστήματος Android και να αφαιρέσει από τα μελλοντικά «έξυπνα» κινητά του κινεζικού κολοσσού τη δυνατότητα πρόσβασης σε δημοφιλείς εφαρμογές όπως οι Google Play, Gmail, Chrome, Youtube και Google Maps.
Η Google επικαλέστηκε, βέβαια, τους νέους κανονισμούς του προέδρου Τραμπ. Για τη Huawei η απόφαση της Google συνεπάγεται ότι θα μπορεί μεν να χρησιμοποιεί το Android, αλλά οι χρήστες των νέων συσκευών της δεν θα έχουν πρόσβαση στις αναβαθμίσεις ασφαλείας και στην τεχνική υποστήριξη του Android.
Οι επιπτώσεις αναμένεται να είναι αλυσιδωτές. Την ίδια ημέρα, οι βιομηχανίες παραγωγής μικροεπεξεργαστών, μεταξύ των οποίων οι Intel, Qualcomm, Xilinx και Broadcom, ενημέρωσαν το προσωπικό τους ότι δεν θα προμηθεύουν τη Huawei μέχρι νεωτέρας. Τρεις ημέρες αργότερα, έμποροι λιανικής που πωλούν κινητά σε πολλές χώρες της Ασίας αρνήθηκαν να δεχθούν εξοπλισμό της Huawei. Επικαλέστηκαν την αλλαγή στάσης από πλευράς των καταναλωτών, που σπεύδουν ήδη να απαλλαγούν από οτιδήποτε τους συνδέει με την κινεζική εταιρεία, φοβούμενοι πως οι κινήσεις της Google μπορεί να τους δημιουργήσουν προβλήματα.
Αναλυτές του κλάδου πιθανολογούν πως η απόφαση της Google θα εξωθήσει τη Huawei να επισπεύσει την ανάπτυξη αμιγώς δικού της λειτουργικού συστήματος, καθώς και εφαρμογών, ώστε να μην εξαρτάται από τρίτους.
Εν ολίγοις, ότι θα την εξωθήσει σε νέο δημιουργικό άλμα μπροστά. Μέριμνα της Κίνας είναι, άλλωστε, εμφανώς η πλήρης τεχνολογική απεξάρτησή της από τη Δύση. Στην πλειονότητά τους, πάντως, οι αναλυτές εκτιμούν ότι, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, η κινεζική εταιρεία θα υποστεί πλήγμα στην αγορά smartphones.
Το πιθανότερο είναι πως θα δυσκολευθεί τουλάχιστον να εκθρονίσει από την πρώτη θέση των πωλήσεων τη νοτιοκορεατική Samsung μέσα στο 2020, όπως είχε θέσει στόχο.
Αντιθέτως, οι εξελίξεις αναμένεται να αποβούν εις όφελος των κυριότερων ανταγωνιστών της Huawei και όχι μόνον της Samsung. Προπαντός αναμένεται να ενισχύσει τις Ericsson και Nokia. Αντιμετωπίζοντας τον επιθετικό ανταγωνισμό της και τις χαμηλές τιμές τη δεκαετία του 1990, βρέθηκαν σε εξαιρετικά δυσχερή θέση και κινδύνεψαν να εκτοπιστούν από την αγορά.
Η προειδοποίηση
Τον Δεκέμβριο, όταν εντεινόταν η καχυποψία προς την Huawei και τη σχέση της με το Πεκίνο, ο επίτροπος Τεχνολογίας της Ε.Ε. Αντρους Αντσιπ κάλεσε τις χώρες-μέλη «να ανησυχούν για την Huawei και για άλλες κινεζικές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, καθώς εγκυμονούν κινδύνους για τη βιομηχανία και την ασφάλεια της Ε.Ε.».
Θέμα ασφαλείας
Στο πλαίσιο επίσκεψής του στο Λονδίνο στις αρχές Μαΐου, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο κάλεσε τη Βρετανία «να θέσει σε προτεραιότητα το συμφέρον της και την εθνική της ασφάλεια αλλά και την εθνική ασφάλεια των συμμάχων της όταν συναλλάσσεται με την κινεζική Huawei».
Η απάντηση
Σε συνέντευξή του στο BBC ο ιδρυτής της Huawei Ρεν Ζενγκφάι δήλωσε πως θα προτιμούσε να «κλείσει» την εταιρεία του, παρά να κατασκοπεύει για τις κινεζικές αρχές. Προέβλεψε πως η Ουάσιγκτον δεν θα συντρίψει τον τεχνολογικό κολοσσό της Κίνας, καθώς «αν σβήσουν τα φώτα στη Δύση, η Ανατολή θα εξακολουθήσει να λάμπει».
Πηγή: kathimerini.gr