Ο Ερντογάν επέτρεψε την αύξηση των επιτοκίων
Εχοντας ξεκινήσει τη χθεσινή συνεδρίαση με πτώση 5,2%, η τουρκική λίρα ανέκαμψε μόλις η Τράπεζα της Τουρκίας αύξησε το επιτόκιο δανεισμού στο 16,5% από το 13,5%. Η ισοτιμία της διαμορφώθηκε το βράδυ στις 4,6704 λίρες έναντι 1 δολαρίου. Νωρίτερα είχε διολισθήσει στις 4,9290 λίρες έναντι 1 δολαρίου και είχε καταγράψει τις μεγαλύτερες απώλειες της τελευταίας δεκαετίας. Απομένει να φανεί κατά πόσον θα διαρκέσει η ενίσχυση του νομίσματος, το οποίο από την αρχή του έτους έχει χάσει το 20% της αξίας του έναντι του δολαρίου, εξαιτίας της άρνησης του Τούρκου προέδρου να επιτρέψει μια γενναία αύξηση του κόστους δανεισμού.
Πρόκειται για τη δεύτερη αύξηση των επιτοκίων από τον Απρίλιο, οπότε το βασικό επιτόκιο δανεισμού ήταν 12,75%. Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι πολλοί οικονομικοί αναλυτές, όπως ο Τάτα Γκοζ της Commerzbank, θεωρούν αναγκαίο να φτάσει το επιτόκιο δανεισμού τουλάχιστον στο 20%, για να αναχαιτισθεί ο πληθωρισμός και να στηριχθεί το νόμισμα. Η κίνηση της κεντρικής τράπεζας δικαιώνει, πάντως, ορισμένους οικονομικούς αναλυτές, όπως ο Ντεβάν Καλού, στέλεχος της Aberdeen Standard Investment, που ώρες νωρίτερα θεωρούσαν ότι είναι θέμα χρόνου να ενδώσει στις πιέσεις ο Ερντογάν και να επιτρέψει την αύξηση του κόστους δανεισμού. Στελέχη του οικονομικού επιτελείου του Ερντογάν, που επέλεξαν την ανωνυμία, μίλησαν στο Reuters για τη νέα έκτακτη συνάντηση του οικονομικού επιτελείου, που εξέτασε τη λήψη μέτρων για τη στήριξη του νομίσματος, συμπεριλαμβανομένης και μιας ενδεχόμενης παρέμβασης της κεντρικής τράπεζας.
Στη συνάντηση παρευρέθησαν ο κεντρικός τραπεζίτης Μουράτ Τσετίνκαγια και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Μεχμέτ Σιμσέκ, που το βράδυ εξέφρασε μέσω tweet την εμπιστοσύνη του στην κεντρική τράπεζα και στα μέτρα που θα λάβει για να στηρίξει την τουρκική λίρα. Οπως σχολιάζει το Bloomberg, η ιλιγγιώδης πτώση που έχει σημειώσει η τουρκική λίρα αντανακλά τη δυσπιστία των επενδυτών στη δυνατότητα της κεντρικής τράπεζας να περιφρουρήσει το νόμισμα και να χαράξει νομισματική πολιτική ανεπηρέαστη από πολιτικές πιέσεις.
Αιτία είναι η στάση του Τούρκου προέδρου, που έχει αναγορεύσει εαυτόν «εχθρό των επιτοκίων» και έχει ασκήσει συστηματικές και έντονες πιέσεις στην κεντρική τράπεζα για να μην αυξήσει τα επιτόκια, προκειμένου να διατηρήσει υψηλούς τους ρυθμούς ανάπτυξης. Ετσι έχει κωφεύσει στις προειδοποιήσεις των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης και του ΔΝΤ, που ζητούν να λάβει άμεσα μέτρα για να αποτρέψει μια υπερθέρμανση της τουρκικής οικονομίας, που αναπτύσσεται με ρυθμούς υψηλότερους από της Κίνας. Στη διάρκεια του 2017, το τουρκικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 7,4%. Οι πιέσεις δεν προέρχονται, όμως, μόνον από το εξωτερικό, καθώς η υποτίμηση της λίρας επιταχύνει τον πληθωρισμό που αγγίζει το 11% και πλήττει την αγοραστική δύναμη των Τούρκων. Παράλληλα, διογκώνει το χρέος των τουρκικών επιχειρήσεων που έχουν δανειστεί σε ξένο νόμισμα, κατά κύριο λόγο σε δολάρια και δευτερευόντως σε ευρώ. Σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg, η υποτίμηση της λίρας έχει αυξήσει κατά 124 εκατ. δολάρια τις άμεσες υποχρεώσεις των τουρκικών επιχειρήσεων, δηλαδή τα κεφάλαια που θα πρέπει να καταβάλουν μέσα στους επόμενους μήνες για την αποπληρωμή ομολόγων τους.
Ανάμεσα στις υπερχρεωμένες τουρκικές επιχειρήσεις συγκαταλέγονται και ορισμένες μεγάλες τουρκικές τράπεζες, όπως οι Turkiye Garanti Bankasi, Turkiye Is Bankasi και Turkiye Vakflar Bankasi. Απηχώντας την επίσημη κυβερνητική θέση, το χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης υποστηρίζει ότι τα οικονομικά μεγέθη της Τουρκίας δεν δικαιολογούν την πτώση της τουρκικής λίρας. Αποδίδει, μάλιστα, τη συνεχή αποδυνάμωση του νομίσματος σε «κερδοσκοπία», αλλά και σε συνωμοσία που έχει στόχο να παρουσιάσει μια αρνητική εικόνα της τουρκικής οικονομίας.
Από την πλευρά τους, πάντως, οικονομικοί αναλυτές εξακολουθούν να επιρρίπτουν την ευθύνη για τα δεινά της τουρκικής οικονομίας στην πολιτική της ηγεσία και προσωπικά στον Τούρκο πρόεδρο. «Ασφαλώς, η κυβέρνηση αρνείται να παραδεχθεί τα γεγονότα σε αυτήν τη φάση της κρίσης», υπογραμμίζει ο Ούρλιρχ Λούχτμαν, αναλυτής της Commerzbank.
Μήνυμα στήριξης
«Κανένα από τα μακροοικονομικά προβλήματα της Τουρκίας δεν είναι άλυτο. Εχουμε λύσει δύσκολα προβλήματα στο παρελθόν και μπορούμε να το κάνουμε ξανά». Με αυτό το σχόλιο στο Twitter, ο αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης Μεχμέτ Σιμσέκ προσπάθησε να καθησυχάσει την κοινή γνώμη της Τουρκίας, που βλέπει το βιοτικό του επίπεδο να επιδεινώνεται εξαιτίας του διψήφιου πληθωρισμού. Παράλληλα, όμως, ήταν εξίσου εμφανής η πρόθεσή του να ενισχύσει το τρωθέν γόητρο της κεντρικής τράπεζας που βλέπει τον Ερντογάν να την υποκαθιστά.
Στο σχετικό μήνυμά του προσθέτει ότι «είναι καιρός να αποκαταστήσουμε την αξιοπιστία της νομισματικής πολιτικής μας και να ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη των επενδυτών». Βλέποντας τις παθογένειες της τουρκικής οικονομίας, τον διψήφιο πληθωρισμό και τα μεγάλα ελλείμματα, οι ξένοι επενδυτές τείνουν να εγκαταλείψουν τη χώρα.
Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο έχουν μειωθεί οι εισροές κεφαλαίων και έχουν αυξηθεί οι εκροές, κάτι που συμβαίνει σε όλες τις αναδυόμενες οικονομίες, καθώς αυξάνεται το κόστος δανεισμού στις ΗΠΑ και ενισχύεται το δολάριο. Η Τουρκία, όμως, έχει μεγάλη ανάγκη το ξένο κεφάλαιο για να καλύψει τα ελλείμματά της.
Πηγή: kathimerini.gr