Ολος ο πλανήτης ξέμεινε από επεξεργαστές

Η σπάνια ομοιότητα ανάμεσα στους στόχους για τεχνολογική αυτάρκεια που ανακοίνωσαν την περασμένη εβδομάδα αφενός η Ε.Ε. και αφετέρου η Κίνα αντανακλά τη συγκυρία των γεωπολιτικών εντάσεων την εποχή της πανδημίας και των ρωγμών που αυτή έχει προκαλέσει στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα. Διά στόματος του επιτρόπου Βιομηχανίας, Τιερί Μπρετόν, και της αντιπροέδρου της Κομισιόν, η Ε.Ε. διακήρυξε στην αρχή της εβδομάδας τον στόχο της να αυξήσει την ευρωπαϊκή παραγωγή επεξεργαστών στο 20% της παγκόσμιας μέχρι το 2030 από το μόλις 10% στο οποίο ανέρχεται τώρα. Μίλησε, μάλιστα, για την ανάγκη να πάρει η Ε.Ε. «την τύχη της στα χέρια της ενόψει των εντάσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Κίνα».

Στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας και στο πλαίσιο του πενταετούς αναπτυξιακού προγράμματος, η Κίνα ανακοίνωσε αντίστοιχο στόχο για τεχνολογική απεξάρτηση από τις εισαγωγές, τον οποίο χαρακτήρισε ζήτημα «εθνικής ασφάλειας» και όχι μόνον οικονομικής ανάπτυξης. Η σύγκλιση στους στόχους δύο εμπορικών δυνάμεων θυμίζει αναπόφευκτα τις εμπορικές διενέξεις ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη και το εμπάργκο που επέβαλε η Ουάσιγκτον σε κινεζικούς κολοσσούς υψηλής τεχνολογίας.

Μεσολάβησε, όμως, ο αντίκτυπος της πανδημίας, που υπήρξε σαρωτικός σε έναν από τους ζωτικότερους κλάδους της βιομηχανίας, καθώς προκάλεσε έλλειψη επεξεργαστών σε παγκόσμιο επίπεδο. Από τη στιγμή που ανεστάλη η οικονομική δραστηριότητα σε μεγάλο μέρος του πλανήτη, οι περισσότερες βιομηχανίες «πάγωσαν» ή ακύρωσαν εντελώς τις παραγγελίες τους από τους προμηθευτές τους και ανάμεσά τους και τις παραγγελίες για επεξεργαστές. Το αποτέλεσμα ήταν βέβαια να εκτιναχθεί στα ύψη η ζήτηση για το είδος με την επανέναρξη της λειτουργίας τους. Και οι βιομηχανίες επεξεργαστών κυριολεκτικά αγωνίζονται να αντεπεξέλθουν, αλλά η ανεπάρκεια επεξεργαστών στην παγκόσμια αγορά αναγκάζει τις βιομηχανίες να μειώνουν την παραγωγή τους.

Από τις αυτοκινητοβιομηχανίες μέχρι τις βιομηχανίες αλουμινίου και χάλυβα έφθασαν στα όρια της παράλυσης τους τελευταίους μήνες, μην μπορώντας να εξασφαλίσουν τους αναγκαίους ημιαγωγούς για την παραγωγή τους.

Κολοσσοί όπως οι Volkswagen, General Motors και Honda έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς αναγκάζονταν η μία μετά την άλλη να μειώνουν την παραγωγή τους με τη Fiat Chrysler πρώτη να αναστέλλει σχεδόν πλήρως τη λειτουργία μονάδας της. Εξαίρεση στον χειμαζόμενο κλάδο αποτέλεσε μόνον η Toyota, καθώς ο σεισμός και το τσουνάμι του 2011 εξώθησαν την ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία να αποθηκεύσει επάρκεια εξαρτημάτων αλλά και να στραφεί σε περισσότερους προμηθευτές. Από τα τέλη Ιανουαρίου, η IHS Markit προέβλεπε πως η παραγωγή αυτοκινήτων θα είναι μικρότερη φέτος κατά τουλάχιστον 500.000 οχήματα, αλλά ήδη οι εκτιμήσεις μιλούν για τουλάχιστον ένα εκατ. οχήματα λιγότερο. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες στράφηκαν στις κυβερνήσεις καλώντας τες να επισπεύσουν τη σύναψη συμβολαίων με τους παραγωγούς, να τους ασκήσουν πιέσεις ή να λάβουν μέτρα για να αυξήσουν την εγχώρια παραγωγή τους. Τον Ιανουάριο, ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας και Ενέργειας, Πίτερ Αλτμάιερ, με επιστολή του στον ομόλογό του της Ταϊβάν απευθύνθηκε στην κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της ανεπάρκειας επεξεργαστών και ζητούσε ευθέως να δώσει προτεραιότητα στις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες.

Οι πωλήσεις σε ηλεκτροκίνητα οχήματα εκτόξευσαν την τιμή του λιθίου

Ενα από τα παρεπόμενα της πανδημίας στην παγκόσμια αγορά ήταν η έλλειψη μιας πρώτης ύλης και η συνεπακόλουθη εκτίναξη της τιμής της. Πρόκειται για το λίθιο, την πρώτη ύλη που είναι αναγκαία για την παραγωγή μπαταριών για ηλεκτροκίνητα οχήματα. Στη διάρκεια του περασμένου έτους, αλλά και των πρώτων μηνών του τρέχοντος έτους, η ζήτηση για λίθιο υπερέβη για πρώτη φορά την προσφορά στην παγκόσμια αγορά. Η τιμή του έχει αυξηθεί από την αρχή του έτους στην Κίνα, η οποία συνήθως έδινε τον τόνο στην παγκόσμια αγορά. Η αύξηση είναι πλέον ιλιγγιώδης καθώς έχει φθάσει το 68% από τις αρχές του έτους και η τιμή του μετάλλου ανέρχεται πλέον σε 11.250 δολάρια ο μετρικός τόνος.

Είχε προηγηθεί ένα κύμα επενδύσεων στις εξορύξεις λιθίου το 2018, όταν άρχισε να αυξάνεται το ενδιαφέρον για τα ηλεκτροκίνητα οχήματα.  Το αποτέλεσμα ήταν να πλημμυρίσει η διεθνής αγορά από πλεόνασμα λιθίου, με συνεπακόλουθο την πτώση των τιμών του. Αναλυτές της αγοράς και στελέχη της βιομηχανίας επισημαίνουν πως η πανδημία υπήρξε ο καταλύτης που έδωσε νέα ώθηση στη ζήτηση για λίθιο. Η σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων είχε ως αποτέλεσμα να εκτιναχθεί η ζήτηση για τα ηλεκτροκίνητα οχήματα. Σύντομα εξαντλήθηκαν τα αποθέματα λιθίου που είχαν αποθηκευτεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Και στο μεταξύ οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις ανά τον κόσμο βγαίνουν σταδιακά από την ύφεση στην οποία τις βύθισε η πανδημία και υπόσχονται να επενδύσουν δισεκατομμύρια σε επενδυτικά προγράμματα καθαρής ενέργειας.

Σύμφωνα με τον Σκοτ Γιαράμ, στέλεχος της βιομηχανίας μετάλλων μπαταριών S&P World Platts, μεγάλη ώθηση στη ζήτηση για λίθιο έδωσαν παράλληλα και τα οικονομικά κίνητρα που προσφέρουν οι Αρχές ορισμένων χωρών. Οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών προσφέρουν επιδοτήσεις προκειμένου να δώσουν ώθηση στη βιομηχανία των ηλεκτροκίνητων. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει δεσμευθεί να μεριμνήσει για την κατασκευή ενός εκατ. σταθμών επαναφόρτισης μπαταριών για ηλεκτροκίνητα. Μιλώντας σχετικά στη Wall Street Journal, ο Ντέιβιντ Αρτσερ, διευθύνων σύμβουλος στη Savannah Resources, που επιχειρεί να αναπτύξει το πρώτο ορυχείο λιθίου της δυτικής  Ευρώπης, σχολίασε ότι «συνολικά η δυναμική αυτής της αγοράς έχει μεταβληθεί πλήρως».

Στο μεταξύ, η ένωση αυτοκινητοβιομηχανιών της Κίνας αναφέρει πως οι πωλήσεις ηλεκτροκίνητων οχημάτων στη δεύτερη οικονομία του κόσμου υπερτριπλασιάστηκαν τον Ιανουάριο σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους. Σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, η ένωση ευρωπαϊκών αυτοκινητοβιομηχανιών σημείωσε πως το τρίτο τρίμηνο του περασμένου έτους, όταν η οικονομία ανέκαμπτε, οι πωλήσεις ηλεκτροκίνητων οχημάτων, υβριδικών αυτοκινήτων και οχημάτων που κινούνται με βιοκαύσιμα υπερέβησαν για πρώτη φορά τις πωλήσεις συμβατικών οχημάτων.

Ρωγμές προκαλεί στο διεθνές εμπόριο η ανεπάρκεια σε εμπορευματοκιβώτια

Από τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του περασμένου έτους, η ομοσπονδιακή επιτροπή ναυτιλιακών μεταφορών των ΗΠΑ έχει ενημερωθεί από αμερικανικές εξαγωγικές επιχειρήσεις ότι ορισμένες ναυτιλιακές εταιρείες μεταφοράς φορτίου δεν δέχονταν να φορτώσουν εμπορευματοκιβώτια με αμερικανικά αγροτικά προϊόντα αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Οπως όλα δείχνουν, προτιμούσαν να επιστρέφουν άδεια εμπορευματοκιβώτια στην Κίνα για να τα γεμίσουν με πιο προσοδοφόρες κινεζικές εξαγωγές. Σύμφωνα με το αμερικανικό ειδησεογραφικό δίκτυο CNBC, η εν λόγω επιτροπή έχει έκτοτε εγκαινιάσει έρευνες γύρω από τις σχετικές καταγγελίες στα λιμάνια της Καλιφόρνιας, της Νέας Υόρκης και του Νιου Τζέρσεϊ και εξετάζει αν η πρακτική αντιβαίνει σχετικές νομοθεσίες. Η επιτροπή έχει λάβει επίσης σωρεία παραπόνων από Αμερικανούς αγρότες που αναζητούν εναγωνίως εμπορευματοκιβώτια για να εξαγάγουν τα προϊόντα τους. Οι ρωγμές που έχει προκαλέσει στο διεθνές εμπόριο η πανδημία είναι πρωτοφανείς και για πρώτη φορά έχει καταγραφεί ανεπάρκεια εμπορευματοκιβωτίων. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις των λιμενικών αρχών στα λιμάνια του Λονγκ Μπιτς και του Λος Αντζελες υπάρχει ένα έλλειμμα 136.392 εμπορευματοκιβωτίων. Με έναν πρώτο υπολογισμό, τα διαφυγόντα έσοδα και οι ζημίες που προκαλεί αυτή η έλλειψη στο διεθνές εμπόριο είχαν φθάσει τον Νοέμβριο τα 632 εκατ. δολάρια.

Η αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, η καραντίνα και η παραμονή στο σπίτι έχουν προκαλέσει ανατροπές στην κατανάλωση. Οι παραγγελίες επίπλων γραφείου για τη δουλειά από το σπίτι υπερβαίνουν τα διαθέσιμα εμπορευματοκιβώτια στην Ασία. Την ίδια στιγμή, τα αμερικανικά προϊόντα που προορίζονται για εξαγωγές μένουν καθηλωμένα στα λιμάνια. Σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ του CNBC, το πρόβλημα άρχισε να γίνεται αισθητό τον Ιούνιο του περασμένου έτους στο λιμάνι του Λος Αντζελες, τον Ιούλιο στο Λονγκ Μπις και τον Αύγουστο στα λιμάνια της Νέας Υόρκης και του Νιου Τζέρσεϊ.

Οπως αναφέρει σχετικό ρεπορτάζ των New York Times, η ανεπάρκεια εμπορευματοκιβωτίων προκαλεί συνωστισμό στα αμερικανικά λιμάνια, που επιδεινώνεται από τη μείωση του αριθμού των λιμενεργατών και των οδηγών φορτηγών, την οποία προκάλεσε η πανδημία. Σημειώνονται έτσι μεγάλες καθυστερήσεις στη διαχείριση των φορτίων σε όλα τα λιμάνια της Γης. Το αποτέλεσμα είναι να συσσωρεύονται άδεια εμπορευματοκιβώτια στα λιμάνια της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας ενώ την ίδια στιγμή υπάρχει έλλειψη στα λιμάνια της Ινδίας. Οι ελλείψεις εμπορευματοκιβωτίων αποτελούν τη μεγαλύτερη ρωγμή στο διεθνές εμπόριο, καθώς είναι απολύτως αναγκαία για τη λειτουργία της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας. Τα εμπορευματοκιβώτια είναι το είδος που από το 1956 και μετά δίνουν στις βιομηχανίες της Νότιας Κορέας τη δυνατότητα να στείλουν τις επίπεδες οθόνες τους στην Κίνα, όπου θα συναρμολογηθούν φορητοί υπολογιστές, τηλεοράσεις και έξυπνα κινητά. Τα εμπορευματοκιβώτια είναι αυτά που δίνουν τη δυνατότητα στις βιομηχανίες της Κίνας να εξάγουν τα τελικά αυτά προϊόντα τεχνολογίας στις ΗΠΑ. Η πανδημία έχει, όμως, προκαλέσει ρωγμές σε όλη αυτήν τη διαδικασία, αφού κάθε φορά που επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα με σκοπό την ανάσχεσή της, πολλές βιομηχανίες κλείνουν ενώ οι μεταφορικές εταιρείες περιορίζουν τις μετακινήσεις και οι ναυτιλιακές μεταφοράς φορτίου ακινητοποιούν σημαντικό αριθμό από τα πλοία τους.

Τα κίνητρα

Εξηγώντας τα κίνητρα της Ε.Ε. στην προσπάθειά της να απεξαρτηθεί από τις εισαγωγές ψηφιακής τεχνολογίας, ο επίτροπος Βιομηχανίας και Ενιαίας Αγοράς, Τιερί Μπρετόν, τόνισε προσφάτως πως «είναι καιρός να επενδύσουμε στις τεχνολογίες που θα ενισχύσουν την εθνική μας κυριαρχία και το μέλλον των βιομηχανιών μας».

Βοήθεια

Σε πρόσφατη επιστολή του προς τον ομόλογό του της Ταϊβάν, ο υπουργός Οικονομίας και Ενέργειας της Γερμανίας, Πέτερ Αλτμάιερ, ζητούσε τη βοήθεια της ταϊβανέζικης κυβέρνησης στο θέμα της ανεπάρκειας μικροεπεξεργαστών και την καλούσε να δώσει προτεραιότητα στις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες, που είναι «κρίσιμης σημασίας για τη παγκόσμια οικονομία».

Πρωτοφανές

«Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο» σχολιάζει, παρατηρώντας τα πλοία με τα εμπορευματοκιβώτια ακινητοποιημένα στα λιμάνια, ο επικεφαλής της μεγαλύτερης ναυτιλιακής μεταφοράς φορτίου στον κόσμο, της Moller-Maersk, Λαρς Μάικλ Τζένσεν, και υπογραμμίζει πως «έχουν πιεστεί όλοι οι κρίκοι της εφοδιαστικής αλυσίδας, τα πλοία, τα φορτηγά και οι αποθήκες».

Πηγή: kathimerini.gr