Οι τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες πιέζονται από τα αυξανόμενα κόστη
Κατά τη διάρκεια των 37 ετών που ο Αχμέτ εργάζεται ως ξυλουργός, η τουρκική οικονομία έχει γνωρίσει πολλές καλές και κακές στιγμές. Ωστόσο, σήμερα, η οικονομία της χώρας αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερή της πρόκληση, με τον καλπάζοντα πληθωρισμό και τη λίρα να είναι πιο εξασθενημένη από ποτέ, να διαλύουν τις μικρές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και την επιχείρηση του Αχμέτ.
«Τα κόστη των εισροών έχουν αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούμε να συμβαδίσουμε με αυτά», ανέφερε ο ξυλουργός, ο οποίος κατασκευάζει ντουλάπια κουζίνας, ντουλάπες και πόρτες από το εργαστήριό του, σε μία βιομηχανική περιοχή, στην Άγκυρα, την πρωτεύουσα της Τουρκίας.
«Πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, οι μοριοσανίδες – η βασική πρώτη μας ύλη – κόστιζαν 94 λίρες [ανά πάνελ]. Σήμερα, κοστίζουν 380 λίρες», είπε ο Αχμέτ, ο οποίος μας ζήτησε να μην αναφέρουμε το επίθετό του.
Ο αυξανόμενος πληθωρισμός των τιμών καταναλωτή, ο οποίος, τον Οκτώβριο, διαμορφώθηκε σε ετήσιο ποσοστό 20%, μονοπωλεί τις συζητήσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης και αποτελεί το πρώτο θέμα στα μέσα ενημέρωσης της Τουρκίας, εξαιτίας των επιπτώσεών του στα νοικοκυριά, τα οποία, με τη σειρά τους αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα.
Ωστόσο, η επιτάχυνση αυτή του πληθωρισμού πλήττει πολύ περισσότερο τις επιχειρήσεις. Ο δείκτης τιμών παραγωγού της χώρας σημείωσε αύξηση 46%, σε ετήσια βάση, τον Οκτώβριο – το χειρότερο ποσοστό των 19 ετών θητείας του Προέδρου της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ενώ αποτελεί και ένα προειδοποιητικό σημάδι ότι υπάρχει το ενδεχόμενο οι περαιτέρω αυξήσεις των τιμών καταναλωτή να μειωθούν.
Ωστόσο, η κεντρική τράπεζα, στις λειτουργίες της οποίαςόλο και περισσότερο ο Ερντογάν, αναμένεται να μειώσει το βασικό της επιτόκιο, για ακόμη μία φορά, την Πέμπτη, παρόλο που η λίρα —μειωμένη κατά 28% έναντι του δολαρίου από την αρχή του έτους— έχει βυθιστεί σε νέα ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Ο Ερντογάν είναι γνωστός αντίπαλος των υψηλών επιτοκίων και έχει, επανειλημμένα, ασκήσει πιέσεις στην κεντρική τράπεζα να μειώσει το κόστος δανεισμού, ώστε να τονωθεί η ανάπτυξη, παρά τις προειδοποιήσεις των οικονομολόγων ότι ο πληθωρισμός κινδυνεύει να ξεφύγει από τον έλεγχο.
Η Σέλβα Ντεμιράλπ, καθηγήτρια οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Koc, στην Κωνσταντινούπολη, δήλωσε ότι, ως εισαγωγέας ενέργειας και ενδιάμεσων αγαθών, η Τουρκία ήταν ήδη εκτεθειμένη σε παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις που προκαλούνται από την άνοδο των τιμών του πετρελαίου και φυσικού αερίου, εξαιτίας των διαταραχών στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες και από την προσπάθεια επιστροφής στην κανονικότητα, μετά τα lockdown.
«Σε αντίθεση με τον υπόλοιπο κόσμο, η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας δεν βοηθά πραγματικά, καθώς οι υψηλότερες τιμές των εισροών ενισχύονται από μία ασθενέστερη συναλλαγματική ισοτιμία, με αποτέλεσμα η εγχώρια τιμή τους να αυξάνεται ακόμη περισσότερο», συνέχισε η ίδια.
Ορισμένοι αναλυτές έχουν εγείρει ερωτήματα σχετικά με το χάσμα μεταξύ των τιμών παραγωγού και καταναλωτή, εν μέσω κατηγοριών ότι υπάρχει πιθανότητα οι τουρκικές αρχές να επεξεργάζονται τα δεδομένα για τον πληθωρισμό των τιμών καταναλωτή, ισχυρισμό που οι ίδιες οι αρχές αρνούνται κατηγορηματικά.
Η ανισότητα μπορεί να εξηγηθεί, έστω εν μέρει, από τις επιχειρήσεις που επιλέγουν να απορροφήσουν μέρος του κόστους, εξαιτίας του φόβου τους να μην υποστεί η ζήτηση κάποιο σοβαρό πλήγμα.
«Μπορούμε να μετακυλήσουμε με μόνο τις μισές από τις αυξανόμενες τιμές [στο κόστος που αναφέρεται στους πελάτες]», είπε ο Αχμέτ, o ξυλουργός. «Αναλαμβάνουμε μία δουλειά, πολλές φορές, με ζημία ή ακόμη και με κάποιο κόστος, απλώς και μόνο για να κινείται το χρήμα. Ο κόσμος έρχεται, συχνά, και μας ρωτάει για τις τιμές, όταν τις λέμε, δεν μας πιστεύει».
Οι μεγάλες εταιρείες, επίσης, χρειάστηκε να ψάξουν να βρουν τη «χρυσή τομή» στις τιμές, δήλωσε ο Μουσταφά Γκορκέμ Ελβεριτζί, διευθύνων σύμβουλος της εισηγμένης στο χρηματιστήριο εταιρείας παραγωγής γυαλιού, Sisecam. «Έχουμε τη δυνατότητα να μετακυλύουμε [το αυξανόμενο κόστος εισροών σε] τιμές — αυτό είναι το πλεονέκτημά μας. Αλλά αν τις μετακυλήσουμε πολύ απότομα, εν τέλει, πλήττεται η ζήτηση».
Εξαγωγείς, όπως η Sisecam, κατάφεραν, τουλάχιστον, να επωφεληθούν από την ισχυρή ζήτηση στην Ευρώπη, την πιο σημαντική αγορά της Τουρκίας.
Οι μεγαλύτερες εταιρείες «έχουν τα εργαλεία να συνεχίσουν τις λειτουργίες τους» ακόμη και σε ασταθή νερά, όπως η χρήση μέσων αντιστάθμισης κινδύνου για να προστατευθούν από το αυξανόμενο κόστος των εισροών και τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις, σύμφωνα με την Ετζέ Μαντάζι, αναλυτή στον συμβουλευτικό όμιλο Unlu & Co, με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Κατάφεραν, επίσης, να μετακυλήσουν μεγάλο μέρος της αύξησης του κόστους εισροών στους πελάτες τους, πρόσθεσε ίδιος, και να εξοικονομήσουν χρήματα μέσω των προσπαθειών τους για μείωση του κόστους, μετά το ξέσπασμα της πανδημίας.
Η αύξηση των εξαγωγών κατά 60%, σε ετήσια βάση, το δεύτερο τρίμηνο του 2021, αναμένεται να ωθήσει τη συνολική ανάπτυξη του ΑΕΠ σε περισσότερο από 9%, κατά το φετινό έτος.
Κατά τη διάρκεια των 37 ετών που ο Αχμέτ εργάζεται ως ξυλουργός, η τουρκική οικονομία έχει γνωρίσει πολλές καλές και κακές στιγμές. Ωστόσο, σήμερα, η οικονομία της χώρας αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερή της πρόκληση, με τον καλπάζοντα πληθωρισμό και τη λίρα να είναι πιο εξασθενημένη από ποτέ, να διαλύουν τις μικρές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και την επιχείρηση του Αχμέτ.
«Τα κόστη των εισροών έχουν αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούμε να συμβαδίσουμε με αυτά», ανέφερε ο ξυλουργός, ο οποίος κατασκευάζει ντουλάπια κουζίνας, ντουλάπες και πόρτες από το εργαστήριό του, σε μία βιομηχανική περιοχή, στην Άγκυρα, την πρωτεύουσα της Τουρκίας.
«Πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, οι μοριοσανίδες – η βασική πρώτη μας ύλη – κόστιζαν 94 λίρες [ανά πάνελ]. Σήμερα, κοστίζουν 380 λίρες», είπε ο Αχμέτ, ο οποίος μας ζήτησε να μην αναφέρουμε το επίθετό του.
Ο αυξανόμενος πληθωρισμός των τιμών καταναλωτή, ο οποίος, τον Οκτώβριο, διαμορφώθηκε σε ετήσιο ποσοστό 20%, μονοπωλεί τις συζητήσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης και αποτελεί το πρώτο θέμα στα μέσα ενημέρωσης της Τουρκίας, εξαιτίας των επιπτώσεών του στα νοικοκυριά, τα οποία, με τη σειρά τους αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα.
Ωστόσο, η επιτάχυνση αυτή του πληθωρισμού πλήττει πολύ περισσότερο τις επιχειρήσεις. Ο δείκτης τιμών παραγωγού της χώρας σημείωσε αύξηση 46%, σε ετήσια βάση, τον Οκτώβριο – το χειρότερο ποσοστό των 19 ετών θητείας του Προέδρου της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ενώ αποτελεί και ένα προειδοποιητικό σημάδι ότι υπάρχει το ενδεχόμενο οι περαιτέρω αυξήσεις των τιμών καταναλωτή να μειωθούν.
Ωστόσο, η κεντρική τράπεζα, στις λειτουργίες της οποίας όλο και περισσότερο ο Ερντογάν, αναμένεται να μειώσει το βασικό της επιτόκιο, για ακόμη μία φορά, την Πέμπτη, παρόλο που η λίρα —μειωμένη κατά 28% έναντι του δολαρίου από την αρχή του έτους— έχει βυθιστεί σε νέα ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Ο Ερντογάν είναι γνωστός αντίπαλος των υψηλών επιτοκίων και έχει, επανειλημμένα, ασκήσει πιέσεις στην κεντρική τράπεζα να μειώσει το κόστος δανεισμού, ώστε να τονωθεί η ανάπτυξη, παρά τις προειδοποιήσεις των οικονομολόγων ότι ο πληθωρισμός κινδυνεύει να ξεφύγει από τον έλεγχο.
Η Σέλβα Ντεμιράλπ, καθηγήτρια οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Koc, στην Κωνσταντινούπολη, δήλωσε ότι, ως εισαγωγέας ενέργειας και ενδιάμεσων αγαθών, η Τουρκία ήταν ήδη εκτεθειμένη σε παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις που προκαλούνται από την άνοδο των τιμών του πετρελαίου και φυσικού αερίου, εξαιτίας των διαταραχών στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες και από την προσπάθεια επιστροφής στην κανονικότητα, μετά τα lockdown.
«Σε αντίθεση με τον υπόλοιπο κόσμο, η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας δεν βοηθά πραγματικά, καθώς οι υψηλότερες τιμές των εισροών ενισχύονται από μία ασθενέστερη συναλλαγματική ισοτιμία, με αποτέλεσμα η εγχώρια τιμή τους να αυξάνεται ακόμη περισσότερο», συνέχισε η ίδια.
Ορισμένοι αναλυτές έχουν εγείρει ερωτήματα σχετικά με το χάσμα μεταξύ των τιμών παραγωγού και καταναλωτή, εν μέσω κατηγοριών ότι υπάρχει πιθανότητα οι τουρκικές αρχές να επεξεργάζονται τα δεδομένα για τον πληθωρισμό των τιμών καταναλωτή, ισχυρισμό που οι ίδιες οι αρχές αρνούνται κατηγορηματικά.
Η ανισότητα μπορεί να εξηγηθεί, έστω εν μέρει, από τις επιχειρήσεις που επιλέγουν να απορροφήσουν μέρος του κόστους, εξαιτίας του φόβου τους να μην υποστεί η ζήτηση κάποιο σοβαρό πλήγμα.
«Μπορούμε να μετακυλήσουμε με μόνο τις μισές από τις αυξανόμενες τιμές [στο κόστος που αναφέρεται στους πελάτες]», είπε ο Αχμέτ, o ξυλουργός. «Αναλαμβάνουμε μία δουλειά, πολλές φορές, με ζημία ή ακόμη και με κάποιο κόστος, απλώς και μόνο για να κινείται το χρήμα. Ο κόσμος έρχεται, συχνά, και μας ρωτάει για τις τιμές, όταν τις λέμε, δεν μας πιστεύει».
Οι μεγάλες εταιρείες, επίσης, χρειάστηκε να ψάξουν να βρουν τη «χρυσή τομή» στις τιμές, δήλωσε ο Μουσταφά Γκορκέμ Ελβεριτζί, διευθύνων σύμβουλος της εισηγμένης στο χρηματιστήριο εταιρείας παραγωγής γυαλιού, Sisecam. «Έχουμε τη δυνατότητα να μετακυλύουμε [το αυξανόμενο κόστος εισροών σε] τιμές — αυτό είναι το πλεονέκτημά μας. Αλλά αν τις μετακυλήσουμε πολύ απότομα, εν τέλει, πλήττεται η ζήτηση».
Εξαγωγείς, όπως η Sisecam, κατάφεραν, τουλάχιστον, να επωφεληθούν από την ισχυρή ζήτηση στην Ευρώπη, την πιο σημαντική αγορά της Τουρκίας.
Οι μεγαλύτερες εταιρείες «έχουν τα εργαλεία να συνεχίσουν τις λειτουργίες τους» ακόμη και σε ασταθή νερά, όπως η χρήση μέσων αντιστάθμισης κινδύνου για να προστατευθούν από το αυξανόμενο κόστος των εισροών και τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις, σύμφωνα με την Ετζέ Μαντάζι, αναλυτή στον συμβουλευτικό όμιλο Unlu & Co, με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Κατάφεραν, επίσης, να μετακυλήσουν μεγάλο μέρος της αύξησης του κόστους εισροών στους πελάτες τους, πρόσθεσε ίδιος, και να εξοικονομήσουν χρήματα μέσω των προσπαθειών τους για μείωση του κόστους, μετά το ξέσπασμα της πανδημίας.
Η αύξηση των εξαγωγών κατά 60%, σε ετήσια βάση, το δεύτερο τρίμηνο του 2021, αναμένεται να ωθήσει τη συνολική ανάπτυξη του ΑΕΠ σε περισσότερο από 9%, κατά το φετινό έτος.
Ωστόσο, ακόμη και η Τουρκική Ένωση Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (TUSIAD), τα μέλη της οποίας ευθύνονται για το 85% του εξωτερικού εμπορίου της χώρας, πλην της ενέργειας, ζήτησε από την κυβέρνηση να δώσει προτεραιότητα στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού και όχι στη βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη.
Ο Γκιζέμ Οζτόκ Αλτινσάκ, επικεφαλής οικονομολόγος της ένωσης, ανέφερε ότι οι ανησυχίες για τον πληθωρισμό – και η συνακόλουθη χρηματοπιστωτική αστάθεια – σημαίνουν ότι οι μειώσεις επιτοκίων, στις οποίες είχε προβεί πρόσφατα η κεντρική τράπεζα, δεν είχαν μεταφραστεί σε φθηνότερα μακροπρόθεσμα δάνεια για τις επιχειρήσεις. Προσέθεσε, ακόμη, ότι, με την ανάπτυξη του μεταποιητικού κλάδου στην Ευρώπη να χάνει δυναμική και την εγχώρια ζήτηση να δείχνει σημάδια επιβράδυνσης, «υπάρχει ένα μεγάλο ερωτηματικό σχετικά με τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης ».
Εντωμεταξύ, οι μικροεπιχειρήσεις και οι έμποροι υποστηρίζουν ότι έχουν αρχίσει ήδη να ασφυκτιούν.
«Πώς πάει η επιχείρησή μας; Δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω», προσέθεσε ο Φατίχ, ο οποίος έχει ένα πλυντήριο και παρέχει τις υπηρεσίες του στον ξενοδοχειακό κλάδο. «Είναι πολύ, πολύ δύσκολο.»
«Κάθε μέρα το κόστος των εισροών μας αυξάνεται. Τη μια μέρα είναι φυσικό αέριο, την άλλη το νερό, την άλλη το ρεύμα, το απορρυπαντικό ή και το αέριο. Οι σακούλες για τύλιγμα [των καθαρών ρούχων] κόστιζαν 12 λίρες, όταν ξέσπασε η πανδημία. Σήμερα, κοστίζουν 30 λίρες.»
Όπως πολλοί στον επιχειρηματικό κόσμο, ο Φατίχ θεωρεί ότι η κυβέρνηση, στις αρχές του επόμενου έτους, θα ανακοινώσει την απότομη αύξηση του κατώτατου μισθού – που επί του παρόντος ορίζεται, σε καθαρά κέρδη, στις 2.800 τουρκικές λίρες (270 δολάρια) τον μήνα. Δεν ξέρει πώς θα μπορέσει να συνεχίσει να πληρώνει τους εννέα υπαλλήλους του εάν, όπως αναμένεται, ο μισθός αυξηθεί κατά 25 ή και 30%.«Οι μικρές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σημαντικό πρόβλημα», προσέθεσε ο ίδιος. «Σκεφτόμαστε εις διπλούν το κάθε ποσό που θα ξοδέψουμε.»
Πηγή: ot.gr