Οι μεγιστάνες έγιναν κατά 5 τρισ. δολάρια πιο πλούσιοι
Αποτελεί κυρίαρχο πολιτικό ζήτημα εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία και συγκεκριμένα από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά οι διαστάσεις που έχει προσλάβει εν μέσω της πανδημίας κυριολεκτικά αιφνιδιάζουν και σοκάρουν. Ο λόγος για την ανισότητα που αντανακλάται ιδιαιτέρως στη θεαματική αύξηση του αριθμού των βαθύπλουτων αλλά και του ύψους του πλούτου τους στις περισσότερες χώρες ακόμη και σε εκείνες που δεν φαντάζεται κανείς εύκολα. Ενδεικτική περίπτωση η σοσιαλδημοκρατική Σουηδία, η χώρα που για πολλούς υλοποιεί το όραμα της ισότητας, καθώς στη διάρκεια του περασμένου έτους οι δισεκατομμυριούχοι της αυξήθηκαν από 26 σε 41 και ο πλούτος τους έφτασε να αντιπροσωπεύει από 20% το 30% του ΑΕΠ της χώρας.
Αναμφίβολα καθοριστικός παράγοντας που συνέδραμε στην εντυπωσιακή διεύρυνση της ανισότητας ήταν τα άνευ προηγουμένου κεφάλαια ύψους 9 τρισ. δολαρίων που διοχέτευσαν οι κεντρικές τράπεζες στις οικονομίες τους. Μεγάλο μέρος από αυτά τα κεφάλαια κατευθύνθηκαν στις αγορές, διογκώνοντας, έτσι, τα χαρτοφυλάκια όσων ήσαν ήδη αρκετά πλούσιοι για να επενδύουν. Σύμφωνα με τη σχετική έρευνα του περιοδικού Forbes, ο συνολικός πλούτος των βαθύπλουτων του κόσμου ανέρχεται πλέον σε 13 τρισ. δολάρια, έχοντας αυξηθεί κατά 5 τρισ. δολάρια μέσα στον τελευταίο χρόνο. Σε ό,τι αφορά τον συνολικό αριθμό των βαθύπλουτων, αυτός αυξήθηκε κατά σχεδόν 700 άτομα ανά τον κόσμο, φθάνοντας αισίως τις 2.700 μεγιστάνες. Αναμενόμενη βέβαια η σημαντική αύξηση του μεγάλου πλούτου στις δύο ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου με τον πλούτο των βαθύπλουτων στις ΗΠΑ να σημειώνει άλματα μέσα στην τελευταία δεκαετία.
Το 2010 το άθροισμα των περιουσιών που συγκέντρωναν οι μεγιστάνες στις ΗΠΑ αντιπροσώπευε το 10% του αμερικανικού ΑΕΠ, ένα ποσοστό κατά μάλλον ή ήττον σύνηθες στις ευημερούσες χώρες. Αυξήθηκε, όμως, με αλματώδη ρυθμό, καθώς ήδη το 2015, οπότε είχε εκτιναχθεί σε ένα ποσό αντίστοιχο με το 15% του αμερικανικού ΑΕΠ, εξωθώντας τον τότε προεδρικό υποψήφιο Μπέρνι Σάντερς να συμπεριλάβει στην προεκλογική του εκστρατεία μια επιθετική ρητορική κατά της «τάξης των δισεκατομμυριούχων». Με εξίσου θεαματικά άλματα αυξήθηκε, όμως, περαιτέρω, ενώ στη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας το περασμένο έτος, η άνοδος που σημείωσαν τα χρηματιστήρια αλλά και η στροφή στις τεχνολογίες οδήγησε στο Διάστημα τα πλούτη των ιδιοκτητών τεχνολογικών κολοσσών. Ετσι το άθροισμα των περιουσιών των βαθύπλουτων Αμερικανών έφτασε να αντιπροσωπεύει το 20% του αμερικανικού ΑΕΠ και έκτοτε έχουν πυκνώσει οι φωνές των πολιτικών από την αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών που ζητούν επιθετική φορολόγηση του μεγάλου πλούτου.
Σύμφωνα, άλλωστε, με νέα έρευνα των οικονομολόγων Λόρενς Μίσελ και Τζος Μπάιβενς, που δημοσιεύεται στους New York Times, η μεσαία τάξη των ΗΠΑ έχει δει τα εισοδήματά της και τον πλούτο της να καθηλώνονται τα τελευταία 45 χρόνια. Οπως επισημαίνουν οι δύο οικονομολόγοι, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας 1970 οι μισθοί των εργαζομένων αυξάνονταν ευθέως ανάλογα με την αύξηση της παραγωγικότητας. Εκτοτε, όμως, έμειναν στάσιμοι μολονότι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας έχει κυριολεκτικά απογειωθεί στα χρόνια που μεσολάβησαν. Ετσι με στοιχεία του 2017 που χρησιμοποίησαν οι Λόρενς και Μπάιβενς, ο μέσος εργαζόμενος στην Αμερική έχει ωρομίσθιο 23,17 δολάρια, ενώ θα έπρεπε να είχε ωρομίσθιο 33,10 δολάρια αν οι μισθοί ακολουθούσαν την αύξηση της παραγωγικότητας.
Οι δύο οικονομολόγοι επιρρίπτουν την ευθύνη για την πτώση του πλούτου της μεσαίας τάξης και την καθήλωση των εισοδημάτων των εργαζομένων στις κυβερνήσεις της υπερδύναμης που, όπως τονίζουν, επέλεξαν συνειδητά πολιτικές που θα είχαν αυτό το αποτέλεσμα. Επισημαίνουν, ωστόσο, ότι έχουν διαδραματίσει αρνητικό ρόλο οι νέες τεχνολογίες που υποβάθμισαν την αξία των ανειδίκευτων εργαζομένων για τους εργοδότες. Εν ολίγοις τις ίδιες τεχνολογίες που αργότερα ενοχοποιήθηκαν για την εκτίναξη του πλούτου των ιδρυτών και των επικεφαλής τεχνολογικών κολοσσών. Την ίδια στιγμή, ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η αύξηση των βαθύπλουτων και του πλούτου τους στην Κίνα, όπου σύμφωνα με την έρευνα της Forbes ο αριθμός των μεγιστάνων αυξήθηκε κατά 238 άτομα, φτάνοντας στους 626, που σημαίνει πως η δεύτερη οικονομία στον κόσμο αποκτούσε έναν ακόμη δισεκατομμυριούχο κάθε 36 ώρες. Σε ό,τι αφορά τις ευρωπαϊκές χώρες, που σε αντίθεση με την Κίνα και γενικότερα τις ασιατικές χώρες και τα κράτη της Λατινικής Αμερικής, δεν φημίζονται για τις μεγάλες αντιθέσεις, σημειώθηκαν παρεμφερείς εξελίξεις αν και όχι εξίσου θεαματικές. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, ο πλούτος των δισεκατομμυριούχων της χώρας είχε ήδη αυξηθεί στο 11% του γαλλικού ΑΕΠ όταν έφτασε στη χώρα η πανδημία. Στη διάρκεια του περασμένου έτους, όμως, εκτινάχθηκε στο 17% του γαλλικού ΑΕΠ.
Πηγή: kathimerini.gr