Οδηγίες για να μην αυξηθεί ο… λογαριασμός της εφορίας
Η διαδικασία υποβολής και συμπλήρωσης των φορολογικών δηλώσεων μπορεί να έχει απλοποιηθεί και αυτοματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, ωστόσο οι φορολογούμενοι μπορούν να αξιοποιήσουν τις διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας για να γλιτώσουν φόρους. Οχι εκμεταλλευόμενοι τα «παραθυράκια» της φορολογικής νομοθεσίας αλλά μέσω της καλύτερης ενημέρωσής τους. Για παράδειγμα, τι γίνεται με ανείσπρακτα ενοίκια, τα τεκμήρια κατοικίας, την ανάλωση κεφαλαίων προηγούμενων ετών για να καλυφθούν διάφορες δαπάνες. Επίσης, στην περίπτωση που δεν είναι σίγουροι για κάποια ποσά που έχουν συμπληρωθεί από τη φορολογική διοίκηση μπορούν να υποβάλουν δήλωση με επιφύλαξη. Παρακάτω παρατίθενται ερωτήσεις και απαντήσεις για τη σωστή ενημέρωση των φορολογουμένων:
– Ποιο ποσό κεφαλαίου προηγούμενων ετών, που φορολογήθηκε ή νόμιμα έχει απαλλαγεί από τη φορολογία, αναγνωρίζεται για την κάλυψη της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης;
– Οι φορολογούμενοι μπορούν να επικαλεστούν ανάλωση κεφαλαίων προηγούμενων ετών για την κάλυψη της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης από τα πραγματικά εισοδήματα που έχουν φορολογηθεί ή νόμιμα έχουν απαλλαγεί της φορολογίας. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να δικαιολογήσουν αγορές που έχουν πραγματοποιήσει όπως για παράδειγμα κατοικιών ή αυτοκινήτων.
Τα έτη για τα οποία γίνεται επίκληση με σκοπό την ανάλωση, πρέπει να είναι συνεχόμενα και να φθάνουν μέχρι το προηγούμενο του κρινόμενου έτους. Το θετικό άθροισμα των ετών αυτών θα αποτελέσει το συνολικό κεφάλαιο που σχηματίστηκε αυτά τα έτη. Αν σε κάποιο έτος ο προσδιορισμός του εισοδήματος πραγματοποιηθεί με βάση την τεκμαρτή δαπάνη, τότε θεωρείται ότι δεν απομένει κεφάλαιο προς επίκληση για το έτος αυτό (θεωρείται μηδενικό) και δεν επηρεάζει τα υπόλοιπα των προηγούμενων ετών. Με τις ισχύουσες διατάξεις δεν προβλέπεται χρονικός περιορισμός για την κάλυψη των δαπανών με ανάλωση κεφαλαίου, συνεπώς για την κάλυψη της διαφοράς μπορεί να γίνει επίκληση ανάλωσης κεφαλαίου προηγούμενων ετών. Τα εκκαθαριστικά σημειώματα για φορολογικά έτη για τα οποία έχει συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής αποτελούν πλήρη απόδειξη για τα αναγραφόμενα σε αυτά ποσά χωρίς να απαιτείται η προσκόμιση λοιπών δικαιολογητικών. Τα δεδομένα φορολογικών δηλώσεων που δεν αναγράφονται στο εκκαθαριστικό λαμβάνονται υπόψη μόνο έπειτα από διασταύρωση. Επίσης, στην περίπτωση, κατά την οποία φορολογούμενος επικαλείται κεφάλαια προηγούμενων φορολογικών ετών με σκοπό την ανάλωση και τελικά δεν χρησιμοποιηθούν ή χρησιμοποιηθεί ένα μέρος αυτών, θεωρούνται αδιάθετα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν μελλοντικά ως κεφάλαια για κάλυψη προστιθέμενης διαφοράς τεκμηρίου.
– Πώς υποβάλλονται οι δηλώσεις με επιφύλαξη;
– Οι δηλώσεις με επιφύλαξη υποβάλλονται ηλεκτρονικά μέσω Διαδικτύου και εντός χρονικού διαστήματος τριάντα ημερών από την ημερομηνία υποβολής της δήλωσης οι φορολογούμενοι πρέπει να προσκομίσουν στη ΔΟΥ τα απαραίτητα δικαιολογητικά, τα οποία αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους και τον λόγο τής επιφύλαξης, προκειμένου να εκκαθαριστούν οι δηλώσεις και να εκδοθεί το εκκαθαριστικό σημείωμα. Σε περίπτωση που τα απαιτούμενα δικαιολογητικά δεν προσκομιστούν, οι δηλώσεις εκκαθαρίζονται, χωρίς να ληφθεί υπόψη η επιφύλαξη.
– Ποιες δαπάνες συνδέονται με το ποσό μείωσης φόρου που προκύπτει με βάση την κλίμακα μισθωτών και συνταξιούχων για το φορολογικό έτος 2019;
– Για το φορολογικό έτος 2019, προκειμένου να διατηρηθεί η μείωση φόρου, ο φορολογούμενος θα πρέπει να έχει πραγματοποιήσει δαπάνες απόκτησης αγαθών και λήψης υπηρεσιών οι οποίες να έχουν εξοφληθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, όπως, ενδεικτικά με κάρτες και με μέσα πληρωμής με κάρτες (χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες, προπληρωμένες κάρτες -prepaid cards), μέσω λογαριασμού πληρωμών Παρόχων Υπηρεσιών Πληρωμών, μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking), ηλεκτρονικού πορτοφολιού (e-wallet, κ.λπ.), το ελάχιστο ποσό των οποίων προσδιορίζεται ως ποσοστό του φορολογητέου εισοδήματός του, σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα:
Ποσοστό ελάχιστης δαπάνης με ηλεκτρονική συναλλαγή και μέσα πληρωμής με κάρτα (η κλίμακα είναι προοδευτική)
• Για εισόδημα από 1-10.000: 10%
• Από 10.000,01-30.000: 15% και
• Από 30.000,01 και άνω 20% και μέχρι 30.000 ευρώ.
Πηγή: kathimerini.gr