Νέα αρχή για την ιχθυοκαλλιέργεια
«Η ιχθυοκαλλιέργεια είναι μια μικρογραφία της χώρας. Ο,τι πήγε στραβά στη χώρα πήγε και στον κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας». Σε αυτά τα λόγια παράγοντα της αγοράς αποτυπώνεται το δράμα ενός κλάδου που, αν και θεωρήθηκε ένας από τους βασικούς μοχλούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας –βάσει και της γνωστής πλέον έρευνας της McKinsey– βρίσκεται την τελευταία πενταετία σε διαδικασία διαρκούς αναδιάρθρωσης. Αρχικά, με την ανάληψη του ελέγχου των δύο μεγαλύτερων εταιρειών, της «Νηρεύς» και της «Σελόντα», από τις πιστώτριες τράπεζες, οι οποίες μετοχοποίησαν τα δάνεια, και στη συνέχεια από την πώληση της συμμετοχής των τραπεζών στον όμιλο «Ανδρομέδα», συμφωνία που υπεγράφη την περασμένη Τετάρτη, με τη συναλλαγή να αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους. Προ του 2014 είχε προηγηθεί η μη πραγματοποιηθείσα οραματική εξαγγελία του Γεωργιανού Κάκχα Μπεντουκίτζε για τη μεγάλη συγχώνευση στην ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια υπό το fund Linnaeus Capital Partners και η πρόταση-πρόσκληση του ιδρυτή της «Σελόντα» Γιάννη Στεφανή προς τον ιδρυτή της «Νηρεύς» Αριστείδη Μπελλέ για συγχώνευση των δύο εταιρειών, την οποία ο δεύτερος ποτέ δεν αποδέχθηκε.
Η αναδιάρθρωση, βεβαίως, στην πραγματικότητα συνεχίζεται, καθώς «Νηρεύς» και «Σελόντα» βαρύνονται με συνολικό δανεισμό 346 εκατ. ευρώ, τον οποίο ο νέος επενδυτής αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου, καθώς η συμφωνία δεν προβλέπει «κούρεμα» χρεών.
«Η ιχθυοκαλλιέργεια είναι ένα κλάδος στην Ελλάδα που μπορεί να είναι κερδοφόρος. Η επένδυση από την “Ανδρομέδα”, το fund Amerra με τη συμμετοχή και της επενδυτικής εταιρείας Mubadala δεν είναι συγκυριακή και στηρίζει την ελληνική οικονομία», υποστηρίζει, μιλώντας σήμερα στην «Κ», ο κ. Δημήτρης Βαλαχής, διευθύνων σύμβουλος του ομίλου «Ανδρομέδα».
Γιατί θεωρείται ότι η τελευταία αυτή προσπάθεια αναδιάρθρωσης του κλάδου συγκεντρώνει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας σε σύγκριση με τις προηγούμενες; Ειδικοί του κλάδου που παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις επισημαίνουν ότι η εξαγορά του ομίλου «Ανδρομέδα» από την Amerra το 2016 δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες ώστε το αμερικανικών συμφερόντων fund να επενδύσει περαιτέρω στον κλάδο. Με άλλα λόγια, υπήρχε η τεχνογνωσία στις ιχθυοκαλλιέργειες τόσο από την «Ανδρομέδα» (σε ό,τι αφορά τα λεγόμενα μεσογειακά είδη, ήτοι την τσιπούρα και το λαβράκι) όσο και από την Amerra (δραστηριοποιείται ήδη στην καλλιέργεια σολομού), υπάρχει μια ικανή διοικητική ομάδα και πλέον υπάρχουν και τα κεφάλαια, τόσο από την Amerra όσο και από την Mubadala.
Εκτός από τη σταδιακή αποπληρωμή των δανείων (με την ανάληψη του ελέγχου των δύο εταιρειών, ο νέος ιδιοκτήτης προβλέπεται να καταβάλει άμεσα 40 εκατ. ευρώ για την αποπληρωμή δανείων των «Σελόντα» και «Νηρεύς»), τα κεφάλαια ειδικά κατά την πρώτη διετία θα κατευθυνθούν, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, στα εξής: εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού και ανάπτυξη νέων στρατηγικών για την καλύτερη προσέγγιση του τελικού καταναλωτή. Με τον εκσυγχρονισμό και τη συγκέντρωση μονάδων που σήμερα είναι διάσπαρτες θα επιδιωχθεί η παραγωγή με πιο ανταγωνιστικό κόστος, ενώ η βελτιστοποίηση της εμπορικής πολιτικής μεταφράζεται στην παραγωγή προϊόντων πιο κοντά στις ανάγκες του καταναλωτή (φιλέτα ψαριών, έτοιμα προς κατανάλωση ή προς μαγείρεμα γεύματα κ.ο.κ.).
Πριν από την ολοκλήρωση της συναλλαγής και αφού βεβαίως η συμφωνία θα έχει λάβει τις εγκρίσεις από τις αρχές ανταγωνισμού της Ελλάδας και της Ε.Ε., αλλά και από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, θα πραγματοποιηθεί επανακαταμέτρηση των αποθεμάτων ιχθύων στις δύο εταιρείες και, βάσει των αποτελεσμάτων αυτής, θα καθορισθεί και το οριστικό τίμημα της εξαγοράς. Ο όμιλος «Ανδρομέδα» θα προβεί στη συνέχεια σε δημόσια πρόταση για την εξαγορά και των λοιπών μετοχών στις δύο εταιρείες, προκειμένου αυτές στη συνέχεια να βγουν από το Χ.Α. Υπενθυμίζεται ότι εξαγόρασε τη συμμετοχή των τραπεζών (79,62% στη «Σελόντα», 74,34% στη «Νηρεύς»). Η συζήτηση περί εισαγωγής του νέου σχήματος στο Χ.Α. ή σε κάποιο άλλο χρηματιστήριο χαρακτηρίζεται από κύκλους της εταιρείας πρώιμη.
Εντείνεται ο τουρκικός ανταγωνισμός
H Ελλάδα αποτελεί μακράν τη μεγαλύτερη παραγωγό χώρα τσιπούρας και λαβρακίου ιχθυοκαλλιέργειας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Το 2016, η ελληνική παραγωγή τσιπούρας ανήλθε σε 59.000 τόνους, αποτελώντας το 63,5% της ευρωπαϊκής παραγωγής. Ακολουθεί η Ισπανία με 13.740 τόνους (14,8% της κοινοτικής παραγωγής), η Ιταλία με 7.600 τόνους (8,2% της κοινοτικής παραγωγής) και η Κροατία με 4.300 τόνους (4,6% της παραγωγής της Ε.Ε.).
Στην Ελλάδα παράγεται επίσης το 55,12% της ευρωπαϊκής παραγωγής γόνου τσιπούρας.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στο έτερο σημαντικό είδος της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας, το λαβράκι. Από την Ελλάδα προήλθε το 2016 το 53,9% της συνολικής κοινοτικής παραγωγής λαβρακίου (46.000 τόνοι) και ακολουθούν η Ισπανία (με μερίδιο 27,5%), η Ιταλία με μερίδιο 7,96%, ενώ το υπόλοιπο 10,68% παράγεται στην Κροατία, τη Γαλλία, την Κύπρο και την Πορτογαλία. Στην Ελλάδα παρήχθη επίσης, σύμφωνα με στοιχεία του 2016, το 60,63% της συνολικής κοινοτικής παραγωγής γόνου λαβρακίου. Στην Ελλάδα καταναλώνεται το 22% της παραγωγής, ενώ το υπόλοιπο εξάγεται κυρίως προς την Ιταλία (37%), την Ισπανία (12%) και τη Γαλλία (8%).
Κυριότερος ανταγωνιστής της Ελλάδας στη μεσογειακή ιχθυοκαλλιέργεια είναι η Τουρκία, η παραγωγή μάλιστα της οποίας τα τελευταία χρόνια έχει υπερβεί την ελληνική. Το 2016 η παραγωγή τσιπούρας στην Τουρκία διαμορφώθηκε σε 67.612 τόνους, ενώ η παραγωγή λαβρακίου στους 72.342 τόνους.
Πηγή: kathimerini.gr