Με μισθό κάτω των 700 ευρώ το 37,4% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα
Χωρίς δυναμική, σε χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, κινείται η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τη μελέτη του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ, η οποία καταλήγει στην εκτίμηση ότι η αστάθεια θα συνεχιστεί όσο θα εφαρμόζεται η οικονομική πολιτική λιτότητας και υποβάθμισης της εργασίας.
Ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ Γιώργος Αργείτης, παρουσιάζοντας τη μελέτη για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση, επισήμανε ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται σε καθεστώς μη διατηρήσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής, δεδομένης της αβέβαιης δυναμικής της μεγέθυνσης και της πτώσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Η αρνητική διαφορά μεταξύ διαθέσιμου εισοδήματος και κατανάλωσης, η οποία διατηρείται από το 2012 και ύστερα, που οφείλεται τόσο στην εκτεταμένη φοροδιαφυγή όσο και στη χρήση συσσωρευμένων πόρων για τη χρηματοδότηση της κατανάλωσης, υποδαυλίζει την οικονομική σταθερότητα των νοικοκυριών αλλά και του εγχώριου τραπεζικού συστήματος.
Την ίδια στιγμή, διαπιστώνεται ότι οι επενδύσεις παραμένουν καθηλωμένες σε ένα ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο παρουσιάζοντας οριακές μεταβολές. Οι εξαγωγές αγαθών έχουν ανακάμψει σε σχέση με το 2008, αλλά η μεγάλη εξάρτηση της εγχώριας παραγωγής από τις εισαγωγές έχει οδηγήσει σε μια εξίσου σημαντική αύξηση των εισαγωγών αγαθών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ανεργία, που με βάση τους δείκτες της ΕΛΣΤΑΤ παρουσιάζει σημαντική αποκλιμάκωση, στο 20,2% του εργατικού δυναμικού κατά το 3ο τρίμηνο του 2017 (έναντι 22,6% το αντίστοιχο διάστημα του 2016) εκτιμάται από τη ΓΣΕΕ –που χρησιμοποιεί εναλλακτικούς δείκτες και λαμβάνει υπόψη της την ύπαρξη της υποαπασχόλησης– εμφανίζεται υψηλότερη κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες, στο 27,5%.
Σταθεροποίηση στα χαμηλά επίπεδα που έχουν διαμορφωθεί, παρουσιάζει η εξέλιξη των μισθών. Στον ιδιωτικό τομέα έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των χαμηλόμισθων εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 700 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 37,4% (από 13,1% το 2009), ενώ μειώνεται κατά περίπου 4 μονάδες το ποσοστό για αποδοχές μεταξύ 700-899 ευρώ (23,5% το 2017 από 27,3% το 2009). Παράλληλα, έχει μειωθεί δραστικά το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές μεταξύ 900-1.300 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 16,8% το 2017 (από 35,7% το 2009).
Στον ευρύτερο δημόσιο τομέα έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 1.000 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 29,8% το 2017 (από 18,9% το 2009), και έχει αυξηθεί το ποσοστό για αποδοχές 1.000-1.100 ευρώ (16,2% το 2017 από 13% το 2009).
Αντίθετα, έχει μειωθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων που δηλώνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές 1.100-1.599 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 34,3% το 2017 (από 46,5% το 2009), όπως και το ποσοστό των εργαζομένων με αποδοχές άνω των 1.600 ευρώ (4,7% το 2017 από 10,9% το 2009).
Πηγή: kathimerini.gr