Μεγάλες μισθολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών – γυναικών στην Ε.Ε.
Είκοσι πέντε χρόνια έχουν περάσει από τη Διακήρυξη του Πεκίνου για την προάσπιση της ισότητας των φύλων σε ολόκληρο τον κόσμο, και παρ’ όλα αυτά η ανισότητα εξακολουθεί να διαφαίνεται στην αγορά εργασίας, ιδίως μέσω των μισθολογικών διαφορών μεταξύ ανδρών και γυναικών. Με αφορμή τον εορτασμό για την Ημέρα της Γυναίκας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δημοσίευσε αυτή την εβδομάδα τα σχετικά στοιχεία του 2019, από τα οποία προκύπτει ότι συνολικά στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης οι γυναίκες έχουν χαμηλότερα εισοδήματα σε σχέση με τους άνδρες και κατά μέσον όρο πληρώνονται 15% λιγότερο ανά ώρα. Στην κορυφή της λίστας με τη μεγαλύτερη μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων βρίσκεται η Εσθονία, όπου οι γυναίκες λαμβάνουν 22,7% χαμηλότερο ωρομίσθιο. Με διαφορά στο 20,9% ακολουθεί η Γερμανία και αμέσως μετά η Τσεχία και η Αυστρία με μισθολογική διαφορά της τάξης του 20,1% και 19,6%, αντιστοίχως.
Σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. το μικρότερο μισθολογικό χάσμα 3% εμφανίζει η Ρουμανία. Ακολουθεί το Λουξεμβούργο με διαφορά ύψους 4,6% και η Ιταλία (με στοιχεία του 2017), όπου η διαφορά ανέρχεται στο 5%. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα παρουσιάζει την ενδέκατη μικρότερη διαφορά στα ωρομίσθια μεταξύ των δύο φύλων, στο 12,5%, ωστόσο τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία είναι από το 2014.
Βεβαίως τα στατιστικά δεν αρκούν, προκειμένου να αποτυπώσουν την αντίληψη περί ισότητας που επικρατεί στην Ευρώπη, αφού το μικρότερο μισθολογικό χάσμα δεν σημαίνει απαραίτητα ότι υφίσταται καθεστώς μεγαλύτερης ισότητας. Αντιθέτως, θα μπορούσε να εμφανίζεται σε χώρες όπου η απασχόληση των γυναικών είναι χαμηλότερη. Από την άλλη πλευρά, το μεγάλο μισθολογικό χάσμα ενδέχεται να δείχνει ότι οι γυναίκες απορροφούνται σε τομείς οι οποίοι προσφέρουν εγγενώς χαμηλούς μισθούς. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την αντίστοιχη έκθεση του 2018, στον κλάδο των μηχανικών και των επιστημόνων το 59% ήταν άνδρες και το 41% γυναίκες.
Παράλληλα, το μισθολογικό χάσμα θα μπορούσε να εξηγείται από το γεγονός ότι μεγάλο μερίδιο των γυναικών δουλεύουν περιστασιακά. Συνολικά στις χώρες της Ε.Ε., πολύ περισσότερες γυναίκες απασχολούνται περιστασιακά (29,9%) σε σχέση με τους άνδρες (8,3%), γεγονός που θα μπορούσε να εξηγήσει τις μισθολογικές διαφορές. Επιπλέον, σύμφωνα με την έρευνα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, από τις Ευρωπαίες γυναίκες, που βρίσκονται σε ηλικία κατάλληλη για εργασία, απασχολείται το 62,3%, ενώ το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται στο 73% ανάμεσα στους άνδρες. Και αυτό, παρότι περισσότερες είναι οι γυναίκες που έχουν τίτλους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Εκτός αυτού, σημειώνεται ότι οι άνδρες έχουν κατοχυρώσει τις περισσότερες θέσεις επικεφαλής (67%) σε σχέση με τις γυναίκες (33%).
Σύμφωνα πάντοτε με τα ευρήματα της έκθεσης, πολύ μικρή μερίδα ανδρών, μόλις το 4,2%, έχουν σταματήσει να εργάζονται προκειμένου να ασχοληθούν με τις οικογενειακές υποχρεώσεις. Αντιθέτως, το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 31% αναφορικά με τις γυναίκες. Το μισθολογικό χάσμα είναι συνήθως πιο περιορισμένο στις μικρότερες ηλικίες και τείνει να διευρύνεται στις μεγαλύτερες. Επιπλέον, διαφέρει ανάλογα με τη βιομηχανία: για παράδειγμα, το 2017 στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών εμφανιζόταν μεγαλύτερη διαφορά στα ωρομίσθια των ιδιωτικών υπαλλήλων σε σχέση με τους δημοσίους υπαλλήλους.
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πέρα από το γεγονός ότι πρόκειται για θέμα δικαιοσύνης, η μισθολογική ανισότητα σημαίνει ότι οι γυναίκες κινδυνεύουν περισσότερο από φτώχεια και κοινωνικό αποκλεισμό σε μεγαλύτερη ηλικία, καθώς κατά τη διάρκεια των εργασιακών τους χρόνων αποταμίευαν λιγότερα και δεν είχαν τη δυνατότητα να προβούν σε επενδύσεις. Ενδεικτικά, το 2018 οι γυναίκες άνω των 65 ετών στην Ευρωπαϊκή Ενωση είχαν κατά μέσον όρο 30% μικρότερη σύνταξη σε σχέση με τους άνδρες. Το Λουξεμβούργο ήταν πρώτο στη λίστα με διαφορά της τάξης του 43% στις συντάξεις ανδρών και γυναικών και τελευταία η Εσθονία με διαφορά μόλις 1%.
Βάσει της έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με την επίτευξη της μισθολογικής ισότητας θα ενισχυθεί και η ευρωπαϊκή οικονομία, διότι θα αυξηθούν οι δαπάνες των γυναικών. Ως αποτέλεσμα, θα διευρυνθεί η φορολογική βάση και θα περιοριστούν τα κοινωνικά προγράμματα. Κατά τις εκτιμήσεις του think tank που λειτουργεί στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εάν μειωθεί η μισθολογική διαφορά κατά 1%, το ΑΕΠ της Ευρώπης θα ενισχυθεί κατά 0,1%.
Προσπαθώντας να εναρμονίσει τις αποδοχές σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε στο τέλος του Ιανουαρίου απόφαση περί μισθολογικής ισότητας. Μέσω αυτής ασκεί πίεση στην Κομισιόν να επιβάλει μέτρα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα για τη δημοσίευση των μισθολογικών στοιχείων και συνεπώς για τον περιορισμό της διαφοράς. Μεταξύ άλλων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από τις χώρες της Ε.Ε. να θέσουν σαφείς στόχους για τη μείωση του μισθολογικού χάσματος μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Προτείνει επενδύσεις στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και σε υπηρεσίες φύλαξης παιδιών, καθώς και τη λήψη απαραίτητων μέτρων στο εργασιακό περιβάλλον, ώστε να μπορούν οι γυναίκες να συνδυάσουν την εργασία με τη φροντίδα των παιδιών τους. Επιπλέον, το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προωθεί την προστασία των γυναικών άνω των 65 ετών μέσω επιδομάτων και κατοχύρωσης μιας επαρκούς κατώτατης σύνταξης. Τέλος, προωθεί τα εκπαιδευτικά προγράμματα επαγγελματιών για γυναίκες, τα οποία θα επικεντρώνονται κυρίως στην επιχειρηματικότητα και στα STEM (επιστήμη, τεχνολογία, μηχανολογία, μαθηματικά).
Πηγή: kathimerini.gr