Κύμα φυγής ξένων επιχειρήσεων από την Τεχεράνη λόγω κυρώσεων
Επειτα από περίοδο τριών ετών, στη διάρκεια της οποίας επέστρεψε στην παγκόσμια οικονομία και την παγκόσμια αγορά πετρελαίου, το Ιράν είναι και πάλι αντιμέτωπο με πληθώρα προβλημάτων. Η επαναφορά των εναντίον του κυρώσεων από την κυβέρνηση Τραμπ αναγκάζει την Τεχεράνη να ελιχθεί ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, προσπαθώντας να διατηρήσει συνεργασίες και επενδύσεις, και να αποφύγει την καταβαράθρωση της οικονομίας του. Στην περίπτωση του Ιράν, οι δυσκολίες δεν είναι ενδογενείς. Οφείλονται, αντιθέτως, στο ότι πολλές επιχειρήσεις θα αποφύγουν να βρεθούν στο στόχαστρο της Ουάσιγκτον. Θα αναγκασθούν έτσι, έστω και απρόθυμα, να το εγκαταλείψουν και να απαρνηθούν τις τεράστιες ευκαιρίες που προσφέρει ο φυσικός του πλούτος.
Η Τεχεράνη είχε σπεύσει να εκμεταλλευθεί τις ευκαιρίες που δημιουργήθηκαν μόλις ήρθησαν οι εναντίον της κυρώσεις τον Ιανουάριο του 2016. Επιδίωκε, πρωτίστως, εκτεταμένες επενδύσεις στον πετρελαϊκό της κλάδο, κυριότερο εξαγωγικό τομέα της χώρας, που δέχθηκε το μεγαλύτερο πλήγμα από το πρώτο κύμα κυρώσεων το 2010. Ευρωπαίοι και Ασιάτες ηγέτες έσπευσαν να ενθαρρύνουν όσες ευρωπαϊκές και ασιατικές επιχειρήσεις είχαν επενδύσει στο Ιράν, να αγνοήσουν τις μονομερείς κυρώσεις που αποφάσισε η Ουάσιγκτον. Το βάρος της υπερδύναμης είναι, όμως, πάρα πολύ μεγάλο, και πολλοί κολοσσοί έχουν εκφράσει την πρόθεση να εγκαταλείψουν τις επενδύσεις τους στο Ιράν. Ανάμεσά τους ο γαλλικός ενεργειακός κολοσσός Total, που, έχοντας συστήσει κοινοπραξία με την κινεζική CNCP και ιρανικά κεφάλαια, ετοιμαζόταν να εκμεταλλευτεί το κολοσσιαίο κοίτασμα φυσικού αερίου South Pars (Νότιο Περσικό). Εχει καταστήσει σαφές ότι θα φύγει από το Ιράν, αν δεν μπορέσει να εξασφαλίσει εξαίρεση από τις κυρώσεις.
Το ίδιο ισχύει για τη ναυτιλιακή μεταφορική Moller-Maersk, που θα διακόψει τη μεταφορά ιρανικού πετρελαίου, για τη γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία Peugeot, που σκοπεύει να διακόψει κάθε δραστηριότητα στο Ιράν από τις 6 Αυγούστου, ενώ πέρυσι πούλησε 445.000 οχήματα στη χώρα. Θα διακόψουν, επίσης, τις δραστηριότητές τους στο Ιράν οι General Electric και η θυγατρική της Baker Hughes, μολονότι είχαν έσοδα σχεδόν 25 εκατ. δολαρίων από τα συμβόλαια που συνήψαν με την Τεχεράνη το 2016. Η Boeing, ο αμερικανικός κολοσσός της αεροναυπηγικής, είχε κλείσει συμβόλαια αξίας 20 δισ. δολαρίων με τις ιρανικές αεροπορικές εταιρείες Iran Air και Iran Aseman Airlines, αλλά έχει ανακοινώσει ότι δεν πρόκειται να παραδώσει τις παραγγελίες. Ακόμη και η Lukoil θα εγκαταλείψει το Ιράν, μολονότι ήταν από τις πλέον ευνοούμενες για την ανάπτυξη πετρελαιοπηγών. Και βέβαια, ο γερμανικός βιομηχανικός όμιλος Siemens, που, παρά την επιθυμία του Βερολίνου να διατηρήσει τις συνεργασίες με την Τεχεράνη, ετοιμάζεται να την εγκαταλείψει.
Ετσι, στην πλειονότητά τους οι ευρωπαϊκές εταιρείες τείνουν να δικαιώσουν τον Ιρανό πρόεδρο Χασάν Ροχανί, που εξέφρασε απροκάλυπτα τη δυσπιστία του στις δηλώσεις καλής θελήσεως από την πλευρά των Ευρωπαίων ηγετών. Δεν αποκλείεται, πάντως, στην πορεία να κατορθώσουν ορισμένες εξ αυτών να εξασφαλίσουν κάποιο καθεστώς εξαίρεσης. Στην πραγματικότητα, η Ευρώπη δεν συντάχθηκε ποτέ πλήρως με την Ουάσιγκτον σε ό,τι αφορά το Ιράν. Το 1979, όταν ήταν σε εξέλιξη η ομηρία των Αμερικανών υπαλλήλων της πρεσβείας των ΗΠΑ στο Ιράν, η Ευρώπη διεύρυνε τις εμπορικές τις σχέσεις με τη χώρα. Παραμένουν έτσι περιθώρια για συνεργασία αν κατορθώσει να ελιχθεί η Τεχεράνη. Εχει, άλλωστε, αφήσει ανοικτή την πόρτα της Κίνας, της καλύτερης ίσως πελάτισσάς της σε ό,τι αφορά τις πωλήσεις πετρελαίου. Και βέβαια, η Κίνα μάλλον δεν πρόκειται να υιοθετήσει τις κυρώσεις ούτε να ταυτιστεί με την πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ.
Πηγή: kathimerini.gr