Η πράσινη ενέργεια συναντά τις εξορύξεις
Ενα δελεαστικό πακέτο προς τις εταιρείες που έχουν εμπλακεί στην έρευνα και στην εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, με σκοπό να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον τους για την εγχώρια αγορά ενέργειας, ετοιμάζει η ΕΔΕΥ (Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων). Η εταιρεία που συστάθηκε προ δεκαετίας, με σκοπό τη διαχείριση των δικαιωμάτων έρευνας και εκμετάλλευσης των εγχώριων υδρογονανθράκων, καλείται σήμερα να διαχειριστεί την έξοδο από την Ελλάδα της ισπανικής Repsol αλλά και τη μείωση της έκθεσης της Total στην ελληνική αγορά, με την αποχώρησή της από την περιοχή του Ιονίου και αναζητάει συνέργειες στην «πράσινη» οικονομία, συνδυάζοντας τις εξορύξεις φυσικού αερίου με την ανάπτυξη πλωτών αιολικών πάρκων, την παραγωγή «μπλε» και «πράσινου» υδρογόνου αλλά και την αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα (CO2). H στροφή εξάλλου της πετρελαϊκής βιομηχανίας στην πράσινη οικονομία αποτελεί διεθνή τάση που υπαγορεύεται από την ενεργειακή μετάβαση. Κεφάλαια που προορίζονταν για εξορύξεις κατευθύνονται στα υπεράκτια αιολικά πάρκα, τεχνολογία που προσφέρει ταχεία διείσδυση στην αγορά των ΑΠΕ αλλά και στο υδρογόνο, μια αγορά για την οποία η Ε.Ε. έχει δεσμεύσει 500 δισ. ευρώ για να επισπεύσει την κατασκευή της αναγκαίας υποδομής.
Αυτό που η ΕΔΕΥ επιχειρεί, αξιολογώντας και τη στροφή των πετρελαϊκών προς την πράσινη ενέργεια, είναι να εμπλουτίσει τα project των υδρογονανθράκων στα οποία συμμετέχουν μεγάλες πολυεθνικές όπως η ExxonMobil και η Total με ένα μείγμα καθαρών τεχνολογιών που να «κουμπώνει» με τους στόχους της ενεργειακής μετάβασης. Ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΔΕΥ Αριστοφάνης Στεφάτος, με εμπειρία 15 χρόνων στον πετρελαϊκό τομέα της Νορβηγίας, περιγράφει στην «Κ» ένα μοντέλο κυκλικής οικονομίας που, σύμφωνα με τον ίδιο, «εάν το χειριστούμε σωστά θα βάλει τα θεμέλια όχι μόνο για την ενεργειακή απεξάρτηση της χώρας, αλλά θα δημιουργήσει και προοπτικές για εξαγωγές ενέργειας και τεχνολογίας».
Το νέο επενδυτικό πακέτο που έχει παρουσιαστεί στις πετρελαϊκές εταιρείες και έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον τους, περιλαμβάνει εξόρυξη φυσικού αερίου με εγκαταστάσεις που θα λειτουργούν με ρεύμα από πλωτές ανεμογεννήτριες, το οποίο θα χρησιμοποιείται για την παραγωγή «μπλε» υδρογόνου και προοδευτικά για παραγωγή «πράσινου» υδρογόνου από ΑΠΕ και θα κλείνει με τη μετεξέλιξη των κοιτασμάτων σε αποθήκες δέσμευσης του διοξειδίου του άνθρακα (CO2), προσφέροντας λύσεις στη βαριά βιομηχανία της χώρας που επιβαρύνεται από το υψηλό κόστος ρύπων.
«Το φυσικό αέριο αποτελεί το ενδιάμεσο καύσιμο για τη μετάβαση στην οικονομία των μηδενικών ρύπων και είναι αναπόσπαστο στοιχείο της πράσινης οικονομίας γιατί δημιουργεί συνέργειες κατασκευαστικά αλλά και επενδυτικά, να μπορέσουμε να υλοποιήσουμε τις τεχνολογίες του αύριο και αυτές οι τεχνολογίες του αύριο, οι οποίες σε κάποιες χώρες έχουν γίνει ήδη του σήμερα, είναι τα πλωτά αιολικά πάρκα, το πράσινο και μπλε υδρογόνο, τα οποία όταν συνδυαστούν με τη μετεξέλιξη ουσιαστικά των κοιτασμάτων σε μόνιμες αποθήκες διοξειδίου του άνθρακα επιτυγχάνουν μηδενικούς ρύπους», εξηγεί ο κ. Στεφάτος. Ως προς την απήχηση του εγχειρήματος στους επενδυτές σημειώνει:
«Εχουμε ήδη προσελκύσει στην Ελλάδα κορυφαίες εταιρείες σε αυτό το αντικείμενο, οπότε θεωρούμε ότι είναι ευκαιρία να χτίσουμε πάνω σε αυτούς τους ήδη υπάρχοντες επενδυτές προσελκύοντας και άλλους, αξιοποιώντας τις συνέργειες με τις αντίστοιχες ελληνικές εταιρείες, ΕΛΠΕ και Energean, διότι είναι μια αγορά που δημιουργείται. Η ευκαιρία δηλαδή επενδυτικά είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια επανίδρυση της ενεργειακής βιομηχανίας και αυτό δημιουργεί πολύ ενδιαφέρουσες συνέργειες και για τους εγχώριους ενεργειακούς επενδυτές». Ο ίδιος εκτιμά ότι «αν παντρέψουμε τους δικούς μας ενεργειακούς «παίκτες» με τους ξένους επενδυτές, είναι πολύ πιθανόν να κινηθούν και προς τις άλλες γειτονικές αγορές, γιατί είμαστε οι πρώτοι στην περιοχή που θα αναπτύξουμε το μείγμα αυτών των ενεργειακών τεχνολογιών».
Το επενδυτικό αυτό μοντέλο δεν θα περιοριστεί μόνο στις υφιστάμενες περιοχές που έχουν παραχωρηθεί για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων. «Βλέπουμε εφαρμογές και σε περιοχές που είχαν προκηρυχθεί στο παρελθόν αλλά δεν υπήρξε ενδιαφέρον, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή, εάν έχουμε περισσότερο από έναν λόγους να θεωρούμε ότι έχει δυναμικό είτε σε υδρογονάνθρακες είτε σε ΑΠΕ», τονίζει ο κ. Στεφάτος, συμπληρώνοντας ότι «αυτό καθιστά το εγχείρημα πιο στέρεο».
Ο ίδιος μεταφέρει τη θετική ανταπόκριση των πετρελαϊκών εταιρειών, σημειώνοντας ότι οι επενδυτές αναγνωρίζουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας, όπως η γεωγραφική της θέση, το πλούσιο αιολικό δυναμικό των ελληνικών θαλασσών και το ανεξερεύνητο δυναμικό κοιτασμάτων φυσικού αερίου σε συνδυασμό και με τους αγωγούς μεταφοράς φυσικού αερίου μέσω των οποίων μπορεί να μεταφερθεί και το υδρογόνο. Το θαλάσσιο αιολικό δυναμικό της Ελλάδας υπολογίζεται με βάση μελέτη της Ε.Ε. στα 263 GW και έχει προσεγγίσει ήδη το ενδιαφέρον μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών του κλάδου. Η πολλά υποσχόμενη αγορά των πλωτών αιολικών πάρκων θα ανοίξει με την ολοκλήρωση του θεσμικού πλαισίου τον Ιούνιο, που θα ρυθμίζει κρίσιμα ζητήματα όπως η χωροθέτηση, η αδειοδότηση και η αποζημίωση της παραγόμενης ενέργειας.
H Total
Η Total, η οποία είναι operator της κοινοπραξίας με τα ΕΛΠΕ και την ExxonMobil στις παραχωρήσεις της Κρήτης, έχει συμφωνήσει για τον σχεδιασμό και την κατασκευή ενός αντίστοιχου project (Μasshylia) με την επίσης γαλλική ENGIE, για την παραγωγή μπλε υδρογόνου από φυσικό αέριο με ταυτόχρονη δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα, καθώς και την παραγωγή πράσινου υδρογόνου από ΑΠΕ. Η γαλλική Total μετασχηματίζεται στην κατεύθυνση των ευρωπαϊκών στόχων για μηδενικές εκπομπές άνθρακα το 2050, έχοντας θέσει ως στόχο να είναι στους πέντε κορυφαίους παραγωγούς ανανεώσιμων πηγών ενέργειας το 2030. Η επίτευξη αυτού του στόχου προχωράει με στοχευμένες επενδύσεις σε υπεράκτια αιολικά, την αποθήκευση και τη δέσμευση CO2 παράλληλα με την ανακατανομή της παραγωγής της στα ορυκτά καύσιμα υπέρ του φυσικού αερίου. Αντίστοιχη στρατηγική στροφής προς τις ΑΠΕ ακολουθεί το σύνολο των ευρωπαϊκών πετρελαϊκών εταιρειών υπό την πίεση τραπεζών, επενδυτών και κυβερνήσεων, σπέρνοντας ανεμογεννήτριες από τη Β. Θάλασσα μέχρι τη Μεσόγειο και τις ακτές των ΗΠΑ.
Πηγή: kathimerini.gr