Η κυβέρνηση αρνείται τη μείωση των συντελεστών φορολόγησης των επιχειρήσεων
Κλείνει τα αυτιά της η κυβέρνηση σε οποιαδήποτε πρόταση σχετίζεται με την αναδιάρθρωση των φορολογικών συντελεστών κυρίως στις επιχειρήσεις αλλά και στα φυσικά πρόσωπα, ακόμα και αν αυτές μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,3%. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ακόμα δεν έχουν εισέλθει μπουλντόζες στο Ελληνικό αλλά και σε άλλα μεγάλα έργα επιβραδύνοντας με την πολιτική αυτή την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Όλο και περισσότεροι φορείς κάνουν λόγο το τελευταίο διάστημα για ανάγκη μείωσης του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων, τη θέσπιση ενός σταθερού φορολογικού συστήματος καθώς και την ανάγκη δημιουργίας οικονομικού περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα. Αντί αυτών η κυβέρνηση ακόμα και στο αναπτυξιακό σχέδιο για την εποχή μετά το μνημόνιο στηρίζει πρωταρχικώς την ανάγκη αύξησης του κατώτατου μισθού και προγράμματα ενίσχυσης του πρωτογενούς τομέα χωρίς ωστόσο, οι προτάσεις να οδηγούν στην αύξηση του ΑΕΠ. Αντίθετα στην Κύπρο η κυβέρνηση παρά το γεγονός ότι επλήγησαν από την κρίση αρνήθηκαν να καταστρέψουν τον οικονομικό ιστό της χώρας και να προχωρήσουν σε εκτεταμένες δομικές μεταρρυθμίσεις. Αρνήθηκαν να αυξήσουν τους συντελεστές για τη φορολόγηση των επιχειρήσεων αλλά και τις ασφαλιστικές εισφορές.
Στην Ελλάδα πάλι η εύκολη λύση και αυτή που κοστίζει λιγότερο πολιτικά επιλέγει από τις περισσότερες κυβερνήσεις αλλά κυρίως από την σημερινή. Είναι ενδεικτικό ότι η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται εάν χρωστάει σε επιχειρήσεις καθώς και το πότε αυτές θα αποπληρωθούν. Στα χρόνια της διακυβέρνησης της έχει αυξήσει τα ληξιπρόθεσμα χρέη περίπου 4 δισ. ευρώ, ενώ την ίδια στιγμή λάμβανε σημαντικά κονδύλια για την αποπληρωμή των υποχρεώσεων της.
Από την ανάλυση του Special Report του ΣΕΒ: Οικονομία και Επιχειρήσεις – Υπερφορολόγηση με τίτλο: «Μικρή βίβλος υπερφορολόγησης: Εκλογίκευση των φόρων για ανάπτυξη, επενδύσεις, δουλειές και μακροχρόνια βιωσιμότητα χρέους”, προκύπτει ότι η συνδυαστική και σταδιακή μείωση κατά 30% των φόρων στα επιχειρηματικά κέρδη και τα διανεμόμενα μερίσματα, περιλαμβανομένων των ασφαλιστικών εισφορών, μπορεί να αυξηθεί σημαντικά το ΑΕΠ της χώρας. Μάλιστα όπως προέκυψε από τη συζήτηση στο Επενδυτικό Συνέδριο, μείωση κατά 10% του επιχειρηματικού φορολογικού συντελεστή αυξάνει 1,3% το ΑΕΠ.
Όπως υποστηρίζουν οι αναλυτές του ΣΕΒ η χώρα μπορεί να ανακάμψει δυναμικά, με την προϋπόθεση να προωθηθούν οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που δεν περιλήφθηκαν ποτέ στα προγράμματα προσαρμογής, να υλοποιηθούν σωστά αυτές που εκκρεμούν, να μειωθεί η φορολογική αβεβαιότητα και το μη μισθολογικό κόστος που επιβαρύνει ειδικά τη μισθωτή εργασία και τις εργαζόμενες οικογένειες του ιδιωτικού τομέα και να εκλογικευτούν μια σειρά από φορολογικές υπερβολές που δρουν ανασταλτικά στις επενδύσεις. Έτσι θα αποκτήσει μακροπρόθεσμους ρυθμούς ανάπτυξης και μια δημογραφική δυναμική που θα είναι συμβατή, μεταξύ άλλων, με τη μακροχρόνια δημοσιονομική φερεγγυότητα της χώρας και την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.
Ο ΣΕΒ υπογραμμίζει παράλληλα «πως ένα κράτος πρέπει να προσφέρει ένα σταθερό και αξιόπιστο φορολογικό πλαίσιο για την επιχειρηματική δράση. Ταυτόχρονα, πρέπει να παρέχει υπηρεσίες αδειοδότησης, απονομής δικαιοσύνης, εποπτείας της αγοράς, καθώς και υψηλής ποιότητας κοινωνικές υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης αντίστοιχου επιπέδου των πλέον ανεπτυγμένων χωρών της Ε.Ε., εφόσον επιθυμεί να τιμολογεί με τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές της Ευρώπης. Για να διατυπώσει η χώρα μια πειστική πρόταση σε επενδυτές και εργαζόμενες οικογένειες δεν είναι απαραίτητο να έχει τους χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Αλλά πρέπει να αποφύγει τις αντιπαραγωγικές υπερβολές και ταυτόχρονα να εγγυάται την ανταποδοτικότητα που αρμόζει σε μια χώρα της Ε.Ε.»
Πηγή: liberal.gr