Η Κίνα οδεύει σε διπλασιασμό του ΑΕΠ της μέχρι το 2035
Ρεαλιστική είναι η φιλοδοξία της Κίνας, όπως τη διατύπωσε τον Νοέμβριο ο πρόεδρός της, Σι Τζινπίνγκ, για διπλασιασμό του ΑΕΠ της μέχρι το 2035 και εκτοπισμό των ΗΠΑ από τη θέση της μεγαλύτερης οικονομίας παγκοσμίως. Αυτό εκτιμά οικονομολόγος της Bank of America, που διαπιστώνει πως η Κίνα οδεύει προς τον διπλασιασμό της οικονομίας της μέχρι το 2035, ενώ νωρίτερα, γύρω στο 2027 με 2028 θα έχει υπερβεί την αμερικανική οικονομία και θα την έχει εκτοπίσει από την πρώτη θέση στον κόσμο. Τη αισιόδοξη αυτή εκτίμηση έχει εκφράσει ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, που χαρακτήρισε «εφικτό» έναν τέτοιο στόχο. Τότε προκάλεσε την αντίδραση ορισμένων οικονομολόγων οι οποίοι αποκάλεσαν εξωπραγματική την κινεζική φιλοδοξία. Τώρα, όμως, συντάσσεται με την άποψή του αυτή η Bank of America διά στόματος της Ελεν Κιάο, οικονομολόγου της με ειδίκευση στις ασιατικές οικονομίες στο τμήμα Παγκόσμιων Ερευνών της τράπεζας.
Η εν λόγω οικονομολόγος δεν παρέλειψε, βέβαια, να τονίσει πως ο δρόμος προς τον φιλόδοξο στόχο της δεύτερης, προς το παρόν τουλάχιστον, οικονομίας στον πλανήτη δεν θα είναι εύκολος. Σε έκθεσή της που δημοσιεύθηκε προ ημερών, η οικονομολόγος της Bank of America εντοπίζει τις κυριότερες εστίες κινδύνου που θα μπορούσαν να ανακόψουν την πορεία της Κίνας προς τον επίτευξη του στόχου της. Ανάμεσά τους οι τρεις παράγοντες τους οποίους επικαλούνται συνήθως όσοι δυσπιστούν σχετικά με τη δυναμική πορεία της Κίνας προς την κορυφή: Ο πρώτος παράγων είναι η γήρανση του πληθυσμού της Κίνας που υπονομεύει την ανάπτυξη, ο δεύτερος το υψηλό χρέος της που μπορεί να απειλήσει την οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα και ο τρίτος και ίσως ο κυριότερος το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας. Οπως τονίζει η Ελεν Κιάο, το αναπτυξιακό μοντέλο της Κίνας έχει βασιστεί στις επενδύσεις αλλά δεν είναι πλέον βιώσιμο και είναι σαφές πως μακροπρόθεσμα δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη. Σύμφωνα, πάντως, με την ίδια, όλοι αυτοί οι αποσταθεροποιητικοί παράγοντες δεν μπορούν παρά μόνον να καθυστερήσουν αλλά σε καμία περίπτωση να εκτροχιάσουν την Κίνα από τις ράγες στις οποίες έχει δρομολογηθεί η ανάπτυξή της. Αναγνωρίζει, πάντως, πως όσες μεταρρυθμίσεις και αν εφαρμόσει το Πεκίνο, παραμένουν πάντα ορισμένες εστίες κινδύνου που δεν μπορεί να ελέγξει. Ενδεικτικά αναφέρει τις εντάσεις ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την ανάπτυξή της. Ολα δείχνουν πως οι έριδες αυτές κάθε άλλο παρά προς ύφεση οδεύουν παρά την αλλαγή ηγεσίας στον Λευκό Οίκο. Η οικονομολόγος διερωτήθηκε, μάλιστα, στο πλαίσιο της συνέντευξής της στο αμερικανικό δίκτυο κατά πόσον «η διμερής αυτή σχέση θα παραμείνει ήπια και προπαντός ειρηνική» και προσέθεσε πως «δεν είναι βέβαιο αυτό». Σημειωτέον ότι προτού απειλήσει η πανδημία την παγκόσμια οικονομία, ο εμπορικός πόλεμος που κήρυξε κατά της Κίνας η κυβέρνηση Ντόναλντ Τραμπ αποτελούσε τη μεγαλύτερη απειλή. Παρά τους κραδασμούς που προκάλεσε ο εμπορικός πόλεμος και μολονότι η Κίνα ήταν η πρώτη χώρα στον κόσμο που επλήγη από την πανδημία του κορωνοϊού, η οικονομία της ήταν η μοναδική που έκλεισε το περασμένο έτος με θετικό ρυθμό ανάπτυξης. Ειδικότερα τα επίσημα στοιχεία του Πεκίνου φέρουν το κινεζικό ΑΕΠ να έχει σημειώσει αύξηση 2,3% στο σύνολο του περασμένου έτους. Σε ό,τι αφορά το τρέχον έτος, το ΔΝΤ προβλέπει πως η κινεζική οικονομία θα σημειώσει ανάπτυξη 8,1%. Στο μεταξύ, η αμερικανική οικονομία συρρικνώθηκε το περασμένο έτος κατά 3,5% σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, ενώ το ΔΝΤ προβλέπει πως η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο θα αναπτυχθεί φέτος κατά 5,1%.
Πηγή: kathimerini.gr