Η Ελλάδα μπορεί και χωρίς τις αγορές για δύο χρόνια
Το cash buffer της Ελλάδας θα φτάσει τα 24,1 δισ. ευρώ και θα καλύψει τις δανειακές υποχρεώσεις της Ελλάδας για τους επόμενους 22 μήνες, όπως διαμήνυσε το Eurogroup και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ θα κυμανθούν σε χαμηλά επίπεδα ακόμη και μετά αυτό το διάστημα. Η Αθήνα βρίσκεται αντιμέτωπη με αποπληρωμές ομολόγων ύψους περίπου 7% του ΑΕΠ της το επόμενο έτος, το πρώτο έτος στο οποίο η χώρα θα βρίσκεται εκτός των προγραμμάτων διάσωσης. Η επέκταση των προθεσμιών λήξης και η αναβολή των πληρωμών τόκων και αποσβέσεων αναμένεται, σύμφωνα με τους αναλυτές, να καθησυχάσει τους επενδυτές ότι η Ελλάδα μπορεί να χειριστεί τις υποχρεώσεις του χρέους της στο μέλλον, ένα ισχυρό σήμα εμπιστοσύνης το οποίο η χώρα χρειάζεται ιδιαίτερα αυτή τη στιγμή, εν μέσω αυξανόμενων ανησυχιών στις διεθνείς αγορές μετά και την ενίσχυση των εμπορικών εντάσεων, την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού, αλλά και την αβεβαιότητα που έχουν προκαλέσει οι πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, το «μαξιλάρι» ρευστότητας των 24,1 δισ. καλύπτει περισσότερο από 22 μήνες χρηματοδοτικών αναγκών, με αυτούς τους 22 μήνες να έχουν υπολογιστεί χωρίς να ληφθούν υπόψη (1) ούτε τα πρωτογενή πλεονάσματα ούτε (2) οι επαναγορές ούτε (3) τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις, κάτι που στη συνέχεια θα «μπει» στο πακέτο. Σύμφωνα με αυτούς τους υπολογισμούς, η Ελλάδα είναι θωρακισμένη τουλάχιστον έως το 2022. Επίσης, όπως επισημαίνεται, η περίοδος χάριτος των τόκων οδηγεί σε μείωση στις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας από το 2022 και μετά τουλάχιστον κατά 2 δισ. ευρώ, κάτι που η αγορά δεν περίμενε. Παράλληλα, τα δέκα χρόνια επέκτασης, που αντιστοιχούν ακριβώς στη συμφωνία του 2017, είναι πολύ πάνω από τις προσδοκίες της αγοράς.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών, οι χρηματοδοτικές ανάγκες το 2018 διαμορφώνονται στο 2,6% του ΑΕΠ, το 2019 στο 7,3%, το 2020 και το 2021 στο 2,8%, το 2022 στο 3,6%, ενώ από το 2023 και μετά (και με την περίοδο χάριτος 10 ετών στο δάνειο του EFSF) θα κυμανθούν από το 4,7% (που είναι και το υψηλότερο επίπεδο) έως το 3,3% (2029).
Για το βραχυπρόθεσμο διάστημα, το «μαξιλάρι» ρευστότητας φαίνεται πως ανοίγει τον δρόμο για νέα έξοδο τις αγορές. Οπως σχολίασε η Goldman Sachs, λόγω δημιουργίας του cash buffer των 24,1 δισ. ευρώ, των θετικών προοπτικών ανάπτυξης στην Ελλάδα και στην Ευρωζώνη, και της ακόμα διευκολυντικής στάσης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, η Ελλάδα θα πρέπει να είναι σε θέση να πραγματοποιήσει μια επιτυχημένη επιστροφή στις αγορές, παρόλο που τα ελληνικά ομόλογα θα συνεχίζουν να επηρεάζονται από τις εξελίξεις στην Ιταλία. Ωστόσο, σε πιο μεσοπρόθεσμη βάση, οι δημοσιονομικοί στόχοι που έχουν τεθεί για την Ελλάδα είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί και αν οι παραδοχές για τα πλεονάσματα στην ανάπτυξη ήταν πιο ρεαλιστικές, τότε οι χρηματοδοτικές ανάγκες θα αυξάνονταν πάνω από 15%. Η Goldman Sachs εκτιμά πως στο τέλος της περιόδου χάριτος, το 2032, θα δοθεί περαιτέρω επέκταση εάν η Ελλάδα έχει τηρήσει τα συμφωνηθέντα.
Πηγή: kathimerini.gr