Ενέργειες του φορολογουμένου μετά τον έλεγχο (μέρος α΄)
Οταν ο φορολογούμενος αμφισβητεί μια πράξη, η οποία έχει εκδοθεί εις βάρος του από τη φορολογική διοίκηση (π.χ. μετά τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου) ή επιθυμεί να προσβάλει την παράλειψη έκδοσης πράξης (περίπτωση σιωπηρής απόρριψης), μπορεί να ζητήσει την επανεξέταση της εν λόγω πράξης ή παράλειψης.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη ή παρέλειψε την έκδοσή της, επικαλούμενος τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία βασίζει το αίτημά του. Ο νόμος προβλέπει ρητά ότι ο φορολογούμενος φέρει το βάρος της απόδειξης της πλημμέλειας της πράξης που αμφισβητεί.
Η αίτηση υποβάλλεται εντός 30 ημερών (60 ημερών για φορολογούμενους κατοίκους εξωτερικού) από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης ή από τη συντέλεση της παράλειψης έκδοσής της.
Η ενδικοφανής προσφυγή κατατίθεται στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη και προωθείται για εξέταση στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της φορολογικής διοίκησης, προκειμένου η τελευταία να αποφανθεί. Τονίζεται ότι ο φορολογούμενος δεν μπορεί να προσφύγει απευθείας στα φορολογικά δικαστήρια κατά πράξης της διοίκησης, αλλά αντίθετα οφείλει πρώτα να ακολουθήσει την ανωτέρω ενδιάμεση διοικητική διαδικασία της ενδικοφανούς προσφυγής.
Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής ο φορολογούμενος πρέπει να καταβάλει το 50% του αμφισβητούμενου ποσού (κύριος φόρος και πρόστιμα), προκειμένου να ανασταλεί η καταβολή του υπόλοιπου 50% και συνεπώς να μην ξεκινήσει η διαδικασία λήψης μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης (κατασχέσεις, κ.λπ.). Η αναστολή δεν ισχύει σε περίπτωση άμεσου προσδιορισμού του φόρου, δηλ. σε πράξη διοικητικού προσδιορισμού του φόρου, που εκδίδεται με βάση στοιχεία που έχουν παρασχεθεί από τον ίδιο τον φορολογούμενο σε φορολογική του δήλωση.
Ο φορολογούμενος έχει δικαίωμα να υποβάλει στη ΔΕΔ ταυτόχρονα με την ενδικοφανή προσφυγή και αίτημα αναστολής της καταβολής του 50%. Ωστόσο, στην πράξη η αναστολή παρέχεται σε λίγες περιπτώσεις και μόνον εφόσον κριθεί ότι η πληρωμή θα είχε ως συνέπεια ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο. Εάν δεν εκδοθεί απόφαση εντός 30 ημερών από την υποβολή της αίτησης, η αίτηση αναστολής θεωρείται ότι έχει απορριφθεί.
Η ΔΕΔ οφείλει να αποφανθεί επί της ενδικοφανούς προσφυγής εντός 120 ημερών, λαμβάνοντας υπόψη την προσφυγή, τις πληροφορίες που έλαβε από τον υπόχρεο και τις απόψεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που είναι σχετική με την υπόθεση. Σε περίπτωση που προσκομισθούν νέα στοιχεία στη ΔΕΔ ή γίνει επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών, ο υπόχρεος πρέπει να καλείται σε ακρόαση. Η απόφαση της ΔΕΔ κοινοποιείται στον φορολογούμενο. Αν, ωστόσο, εντός της ανωτέρω προθεσμίας των 120 ημερών δεν εκδοθεί απόφαση, τότε θεωρείται ότι η ενδικοφανής προσφυγή έχει απορριφθεί σιωπηρά και ότι ο υπόχρεος έχει λάβει γνώση αυτής της απόρριψης κατά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής.
Η ΔΕΔ μπορεί με την απόφασή της να ακυρώσει, μερικά ή ολικά, ή να τροποποιήσει την πράξη της φορολογικής αρχής με επαρκή αιτιολόγηση (ήτοι με νομικούς ή και πραγματικούς ισχυρισμούς). Σε περίπτωση απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, η αιτιολογία μπορεί να συνίσταται στην αποδοχή των διαπιστώσεων της οικείας πράξης προσδιορισμού φόρου. Εφόσον η ενδικοφανής προσφυγή γίνει δεκτή από τη ΔΕΔ, η φορολογική διοίκηση δεν έχει δικαίωμα προσφυγής κατά της σχετικής απόφασης.
Αντίθετα, ο φορολογούμενος μπορεί να ασκήσει κατά της ρητής ή σιωπηρής απόρριψης, προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου εντός προθεσμίας 30 ημερών (90 ημέρες εάν είναι κάτοικος εξωτερικού).
H ανωτέρω διαδικασία έχει δεχθεί επικρίσεις από τη νομική θεωρία για διάφορα θέματα, που αφορούν κυρίως την προβεβαίωση του 50% του φόρου πριν ακόμα εκδοθεί η απόφαση της ΔΕΔ, στο μεγάλο ύψος της εν λόγω προβεβαίωσης (προγενέστερα το ποσοστό ήταν 25%), κ.λπ. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι η ΔΕΔ σε αρκετές περιπτώσεις δικαιώνει τους φορολογούμενους.
Πηγή: kathimerini.gr