Διπλασιάστηκε ο ελληνόκτητος στόλος σε 10 έτη
Δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που πυροδότησε η κατάρρευση της Lehman Brothers και παρά την ελληνική κρίση χρέους, αλλά και τις ιστορικά σφοδρές πιέσεις στις ναυλαγορές, η ελληνόκτητος ποντοπόρος ναυτιλία συνεχίζει να κυριαρχεί παγκοσμίως. Και με βάση αυτά τα μεγέθη συνεχίζει να απoτελεί πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, συμβάλλοντας με ποσοστό της τάξης του 7% στο ΑΕΠ, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ και της Boston Consulting Group.
Με ένα στόλο που σήμερα είναι σχεδόν διπλάσιος σε μεταφορική δυναμικότητα από τότε και ρυθμούς ανάπτυξης που ξεπερνούν ακόμη και αυτούς της καλπάζουσας κινεζικής ποντοπόρου, η ναυτιλία των Ελλήνων χαίρει παγκόσμιας αναγνώρισης, πιστοποίηση της οποίας αποτελεί η έλευση στην Αθήνα αυτή την εβδομάδα περισσοτέρων των 20.000 στελεχών και 2.000 εταιρειών του κλάδου για τη διεθνή ναυτιλιακή έκθεση «Ποσειδώνια».
Κλειδί για τη συγκρότηση του μεγαλύτερου στόλου διεθνώς, σύμφωνα με τον ναυλομεσιτικό οίκο Clarksons, είναι οι επενδύσεις σε νεότευκτα πλοία της τάξης των 80 δισ. δολ. που υλοποιήθηκαν με βάση τους υπολογισμούς του κατά την τελευταία δεκαετία από τους Ελληνες πλοιοκτήτες. Ποσό πραγματικά δυσθεώρητο, ιδίως εάν αναλογιστεί κάποιος πως την ίδια περίοδο το διεθνές τραπεζικό σύστημα περιόρισε δραστικά την έκθεσή του στην εμπορική ναυτιλία. Ετσι οι επενδύσεις αυτές χρηματοδοτήθηκαν κατά κύριο λόγο από ίδια κεφάλαια (μέρος των οποίων προήλθε και από πωλήσεις ή διαλύσεις παλαιότερων πλοίων), τράπεζες και ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια (private equities).
Η Clarksons Research υπολογίζει πως η τρέχουσα αξία του ελληνόκτητου στόλου ανέρχεται στα 105 δισ. δολ., η υψηλότερη όλων των εθνικών πλοιοκτησιών. «Αν και ο πληθυσμός της Ελλάδας αντιπροσωπεύει μόνο το 0,15% του παγκόσμιου πληθυσμού, τα πλοία που μεταφέρουν το 20% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου ελέγχονται από Ελληνες», αναφέρει η ετήσια έκθεση της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ).
Ειδικότερα, η ελληνική ναυτιλία εξακολουθεί να κατέχει την πρώτη θέση διεθνώς. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΕΕ, ο στόλος ανέρχεται σε 4.746 πλοία (άνω των 1.000 gt) χωρητικότητας 365,45 εκατ. τόνων (dwt), που αντιπροσωπεύει το 19,89% σε όρους χωρητικότητας dwt του συνολικού παγκόσμιου στόλου και το 49,15% του συνόλου του στόλου της Ε.Ε.
Η μαζική ανανέωση του στόλου είναι εμφανής και στο ηλικιακό του προφίλ: η μέση ηλικία του ελληνόκτητου στόλου είναι τα 11,5 έτη όταν ο μέσος όρος ηλικίας του παγκόσμιου στόλου είναι 14,6 έτη. Ο δε μέσος όρος του στόλου υπό ελληνική σημαία το 2017 διαμορφώθηκε στα 13,7 έτη.
Η ελληνική σημαία αριθμεί, πάντως, μόλις 753 πλοία (άνω των 1.000 gt) χωρητικότητας 41,70 εκατ. gt και ως εκ τούτου ο στόλος με ελληνική σημαία κατατάσσεται στην έβδομη θέση διεθνώς και δεύτερος στην Ε.Ε. (σε όρους dwt). Γεγονός που καταδεικνύει την έλλειψη ανταγωνιστικότητας του ελληνικού νηολογίου.
Μαζί με τα μεγέθη αυτά η ελληνική ναυτιλία έφερε το 2017 και επανάκαμψη των ροών ναυτιλιακού συναλλάγματος. Οι εισροές αυτές αυξήθηκαν κατά 17% και αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται και φέτος, δεδομένων των βελτιωμένων ναυλαγορών.
Οι εισροές ναυτιλιακού συναλλάγματος στο ισοζύγιο πληρωμών από την παροχή ναυτιλιακών υπηρεσιών υπολογίζονται για το 2017 σε 9,14 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 16,91% σε σύγκριση με το 2016, οπότε και οι εισροές ήταν 7,81 δισ. Τα μεγέθη αυτά, του 2017 και του 2016, έρχονται να προστεθούν στα περίπου 142 δισ. ευρώ στα οποία διαμορφώθηκαν οι εισροές από τη ναυτιλία στο ισοζύγιο πληρωμών για τα έτη 2006-2015. Η επανάκαμψη του 2017 έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι αποκαλύπτει την εξομάλυνση των ροών μετά τη μεγάλη μείωσή τους κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2015 εξαιτίας της επιβολής των περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Οσον αφορά στον επιμερισμό του ελληνόκτητου στόλου ανά τύπο πλοίου, οι Ελληνες εφοπλιστές ελέγχουν το 29,19% του παγκόσμιου στόλου δεξαμενοπλοίων αργού πετρελαίου, το 22,03% του παγκόσμιου στόλου πλοίων χύδην ξηρού φορτίου και το 15,45% του παγκόσμιου στόλου πλοίων μεταφοράς χημικών και παραγώγων προϊόντων πετρελαίου.
Στα 9 δισ. δολ. τα δάνεια των ελληνικών τραπεζών
Το 2017 σημειώθηκε περαιτέρω συρρίκνωση της τραπεζικής χρηματοδότησης των πλοίων. Από τις 2.333 παραγγελίες για νέα πλοία συνολικής χωρητικότητας 175,30 εκατ. dwt μέχρι το τέλος του 2017 οι παραγγελίες νέων πλοίων από ελληνικά συμφέροντα ανήλθαν σε 206 πλοία (άνω των 1.000 gt), συνολικής χωρητικότητας 24,47 εκατ. dwt .
Ο συνολικός δανεισμός των ελληνικών ναυτιλιακών επιχειρήσεων από ελληνικές και ξένες τράπεζες διαμορφώθηκε στα 53,994 δισ. δολ. από 57,211 δισ. το προηγούμενο έτος, μειωμένος δηλαδή κατά 5,62%.
Από αυτά τα 53,994 δισ. δολ. τα 9,091 έχουν χορηγηθεί από ελληνικές τράπεζες, οι οποίες εμφανίζονται να έχουν αυξήσει τις χορηγήσεις τους κατά 4,25% έναντι των υπολοίπων ύψους 8,721 δισ. στα τέλη του 2016, σύμφωνα με την επεξεργασία των στοιχείων των τραπεζών της Petrofin Bank Research.
Το μεγαλύτερο χαρτοφυλάκιο δανείων προς την ελληνόκτητο ναυτιλία εξακολουθεί να εμφανίζει η Τράπεζα Πειραιώς (2,750 δισ. δολ. χωρίς αυτά προς την ακτοπλοΐα), η οποία καταλαμβάνει την 4η θέση στο σύνολο ελληνικών και ξένων τραπεζών, και ακολουθούν η Εθνική Τράπεζα στην 7η θέση (2,427 δισ.), η Alpha Bank στη 14η (2,225 δισ.), η Eurobank στη 19η (1,524 δισ.) και η Aegean Baltic στην 29η (164,4 εκατ.). Σημειώνεται πως τα στοιχεία αυτά αφορούν τόσο τα υπόλοιπα των δανείων όσο και τις εγκεκριμένες αλλά μη εκταμιευμένες τουλάχιστον έως τα τέλη του 2017 πιστώσεις.
Μεγαλύτερη σε χαρτοφυλάκιο δανείστρια τράπεζα της ελληνικής ναυτιλίας παραμένει η Credit Suisse με συνολικές πιστώσεις 6,2 δισ. δολ. και ακολουθούν, στη 2η και 3η θέση αντίστοιχα, η DVB με υπόλοιπα ύψους 4,308 δισ. και η BNP Paribas με 2,8 δισ.
Πηγή: kathimerini.gr