Γνωρίζετε ότι…
• Φόρος δωρεάς ενδέχεται να προκύψει για συνδικαιούχο κοινού τραπεζικού λογαριασμού κατά την αξιοποίηση των χρημάτων που περιήλθαν σε αυτόν μετά τον θάνατο του έτερου συνδικαιούχου, σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση της ΔΕΔ (Α 1359/2021). Οπως είναι γνωστό, ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός του ν. 5638/1932 (joint account, compte joint) –είδος κοινού λογαριασμού που χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά εδώ και δεκαετίες από τους καταθέτες στην Ελλάδα– είναι ο τραπεζικός λογαριασμός με περισσότερους από έναν δικαιούχους, καθένας εκ των οποίων μπορεί να έχει αυτόνομη πρόσβαση στο σύνολο των καταθέσεων του λογαριασμού. Με βάση σχετικό όρο στην τραπεζική σύμβαση, σε περίπτωση θανάτου ενός συνδικαιούχου, οι καταθέσεις περιέρχονται αυτομάτως στους επιζώντες συνδικαιούχους, συγγενείς ή μη, χωρίς να υπάγονται σε φόρο κληρονομιάς στην Ελλάδα. Μέχρι σήμερα, γίνεται δεκτό ότι ο συνδικαιούχος που προβαίνει σε ανάληψη από τον λογαριασμό για δικό του όφελος υπόκειται σε φόρο δωρεάς, εφόσον ο ίδιος δεν έχει καταθέσει χρήματα στον κοινό λογαριασμό και ο συνδικαιούχος που είχε πραγματοποιήσει την κατάθεση βρίσκεται εν ζωή. Σύμφωνα με την απόφαση της ΔΕΔ, ωστόσο, το ίδιο συμβαίνει ακόμα και μετά τον θάνατο του συνδικαιούχου που έκανε τις καταθέσεις. Ειδικότερα, ο συνδικαιούχος στον οποίο περιήλθαν αφορολόγητα τα χρήματα του κοινού λογαριασμού μετά τον θάνατο του έτερου συνδικαιούχου υπόκειται σε φόρο δωρεάς, εφόσον τα χρήματα αξιοποιηθούν από αυτόν (λ.χ. για αγορά ακινήτου) και προκύπτει ότι προέρχονται από καταθέσεις του συνδικαιούχου που απεβίωσε και όχι δικές του. Η εν λόγω ερμηνεία της ΔΕΔ δημιουργεί προβληματισμούς ως προς το κατά πόσον συνάδει με το πνεύμα και τον σκοπό της νομοθεσίας για τους κοινούς λογαριασμούς, καθώς, πρακτικά, συνεπάγεται ότι ο συνδικαιούχος που βρίσκεται εν ζωή αφενός αποκτά τα χρήματα του λογαριασμού αφορολόγητα, αφετέρου όμως, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει πρέπει να πληρώσει φόρο δωρεάς, εφόσον ο ίδιος δεν είχε συνεισφέρει στον λογαριασμό ή για το υπερβάλλον της συνεισφοράς του. Υπενθυμίζεται ότι το ζήτημα των κοινών λογαριασμών έχει απασχολήσει τελευταία ιδιαίτερα τη φορολογική διοίκηση, καθώς πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (59/2020) έκρινε ότι η παραπάνω φορολογική απαλλαγή, η οποία ισχύει σύμφωνα με τον νόμο για κοινούς λογαριασμούς και κοινά χαρτοφυλάκια που τηρούνται σε ελληνικά τραπεζικά ιδρύματα, οφείλει να ισχύει, υπό τους ίδιους όρους, και για τους κοινούς λογαριασμούς της αλλοδαπής. Το ζήτημα εξετάζει άλλωστε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία απηύθυνε σχετική επιστολή στη φορολογική διοίκηση στα τέλη του 2020.
• Συμβόλαιο αγοραπωλησίας ακινήτου, το τίμημα της οποίας δεν συμπεριλήφθηκε στην οικεία δήλωση φορολογίας εισοδήματος ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει συμπληρωματικό στοιχείο για επέκταση του χρόνου παραγραφής. Το επιτρεπτό διάστημα διενέργειας φορολογικού ελέγχου και έκδοσης πράξης καταλογισμού φόρου, που ορίζεται σε πενταετές, δύναται να παραταθεί σε δεκαετές εφόσον τεθούν υπ’ όψιν της διοίκησης νέα, «συμπληρωματικά» στοιχεία μετά την παρέλευση της κρίσιμης πενταετίας. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ρητά ότι η κατάρτιση συμβολαίου αγοραπωλησίας τίθεται υποχρεωτικά στη διάθεση της οικείας ΔΟΥ κατά το χρονικό διάστημα της σύναψής του. Τούτο λαμβάνει χώρα τόσο πριν από την υπογραφή του συμβολαίου (μέσω της υποβολής δήλωσης ΦΜΑ), όσο και αμέσως μετά την κατάρτισή του, οπότε καθίσταται υποχρεωτική η αποστολή αντιγράφου εκ μέρους του αρμόδιου συμβολαιογράφου στη ΔΟΥ της περιφέρειας του ακινήτου. Για το Δικαστήριο θεωρήθηκε αδιάφορο αν η φορολογική αρχή που διενεργεί τον έλεγχο είναι κοινή με τη ΔΟΥ της περιφέρειας του ακινήτου, καθώς οι αρχές της αναλογικότητας και του ενιαίου της φορολογικής διοίκησης υπαγορεύουν στην επιμελώς δρώσα διοίκηση να λαμβάνει υπόψη εγκαίρως τα στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεση κάθε επιμέρους υπηρεσίας της. Επιπλέον, έκρινε ότι οφείλει να αξιοποιεί τις δυνατότητες της τεχνολογίας και στο πλαίσιο της φορολογίας εισοδήματος, η δήλωση της οποίας για το εκάστοτε οικονομικό έτος συνοδεύεται και από τη δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε9). Συνεπώς, το δικαστήριο έκρινε ότι η μετά το πέρας της πενταετίας οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων θεωρείται παραγεγραμμένη (ΣτΕ 2053/2020).
Πηγή: kathimerini.gr