Γνωρίζετε ότι…
• Τα διαδικαστικά ζητήματα εφαρμογής των διατάξεων για τη φορολόγηση «κατά την έξοδο» (exit tax) ρυθμίζει πρόσφατη απόφαση
της ΑΑΔΕ. Επισημαίνεται ότι οι κανόνες για τη φορολόγηση κατά την έξοδο θεσπίστηκαν με τον ν. 4174/2020, σε εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 κατά της φοροαποφυγής. Οι σχετικές διατάξεις έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν ότι όταν ένα νομικό πρόσωπο μεταφέρει περιουσιακά στοιχεία ή τη φορολογική του κατοικία εκτός Ελλάδος, η οικονομική αξία οποιουδήποτε κεφαλαιακού κέρδους φορολογείται (ΑΑΔΕ Α 1231/2020). Ειδικότερα, τα νομικά πρόσωπα που είναι υπόχρεα σε φόρο κατά την έξοδο υποχρεούνται να υποβάλουν δήλωση καθώς και τα απαραίτητα δικαιολογητικά με φυσικό ή ψηφιακό φάκελο, ενώπιον της ΑΑΔΕ, τρεις ημέρες πριν από τη μεταφορά των περιουσιακών στοιχείων ή της φορολογικής κατοικίας τους από την Ελλάδα σε χώρα εντός Ευρωπαϊκής Ενωσης ή σε τρίτη χώρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις προβλέπεται επιπλέον και η κατάθεση εγγυητικής επιστολής για το σύνολο ή μέρος του φόρου, ανάλογα.
• Εως τις 2/11/2020 υποβάλλονται χωρίς πρόστιμο οι δηλώσεις για μεταφορές εκτός Ελλάδος που πραγματοποιήθηκαν από 01/01/2020 έως 26/10/2020, ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης της ΑΑΔΕ. Υπενθυμίζεται ότι οι διατάξεις για τη φορολόγηση κατά την έξοδο ισχύουν αναδρομικά για μεταφορές περιουσιακών στοιχείων, φορολογικής κατοικίας ή δραστηριότητας εκτός της χώρας από την 1η Ιανουαρίου 2020. Γι’ αυτό τον λόγο, ο νόμος ορίζει και η απόφαση εξειδικεύει ότι για τις μεταφορές που έλαβαν χώρα κατά το προαναφερθέν διάστημα, η δήλωση υποβάλλεται έως την παραπάνω ημερομηνία χωρίς πρόστιμα.
• Από τον χρόνο άσκησης της προσφυγής του φορολογουμένου προς ικανοποίηση της κύριας αξίωσής του για επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, το Δημόσιο υποχρεούται στην καταβολή τόκων ακόμα και αν δεν έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα με την προσφυγή. Η αχρεώστητη καταβολή φόρου συνεπάγεται την καταβολή των αναλογούντων τόκων ως αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του καταβάλλοντος τον φόρο λόγω της σχετικής μείωσης της περιουσίας του. Συνεπώς, η διάγνωση με δικαστική απόφαση της αχρεώστητης καταβολής φόρου και της υποχρεώσεως του Δημοσίου να τον επιστρέψει στον φορολογούμενο αποτελεί μεν προϋπόθεση για τη διάγνωση της υποχρεώσεως του Δημοσίου να καταβάλει τόκους προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του φορολογούμενου, δεν είναι όμως αυτή η γενεσιουργός αιτία της τελευταίας αυτής υποχρεώσεως. Η υποχρέωση αυτή έχει γενεσιουργό αιτία την αχρεώστητη καταβολή του φόρου και διατηρείται μέχρι του χρόνου που το σχετικό ποσό επιστρέφεται στον φορολογούμενο. Η εν λόγω νομολογία μπορεί να αποτελέσει τη νομική βάση για την εκ των υστέρων αναζήτηση τόκων από φορολογουμένους που έχουν μεν δικαιωθεί από τα διοικητικά δικαστήρια, χωρίς όμως να ζητήσουν τόκους (ΣτΕ 686/2020).
• Η «άτυπη εταιρεία» δεν αποτελεί υποκείμενο του φόρου εισοδήματος του ν. 2238/1994. Σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ, η αναφορά των φυσικών και νομικών προσώπων που γίνεται εντός του ν. 2238/1994 είναι εξαντλητική και όχι ενδεικτική και συνεπώς δεν είναι δυνατή η αναλογική ή διασταλτική εφαρμογή των διατάξεων σε άλλα εκτός των αναφερομένων πρόσωπα. Ετσι, η «άτυπη εταιρεία» δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ν. 2238/1994 (ΣτΕ 2051/2020).
Συγκεκριμένα, η υποχρέωση κράτησης για το τακτικό αποθεματικό προβλέπει ότι ετησίως αφαιρείται ποσοστό 5% των καθαρών κερδών μέχρι το αποθεματικό να φθάσει το 1/3 του κεφαλαίου. Ωστόσο, το καταστατικό της ΕΠΕ μπορεί να προβλέπει τη δημιουργία αποθεματικών, να καθιερώνει δικαίωμα επί των κερδών σε διαχειριστή μη εταίρο ή να προβλέπει τη διανομή κερδών στο προσωπικό. Σημειωτέον ότι και στις ανώνυμες εταιρείες είναι υποχρεωτική η κράτηση για τον σχηματισμού του τακτικού αποθεματικού, ενώ η διανομή του πρώτου μερίσματος μπορεί να περιοριστεί με απόφαση της γενικής συνέλευσης.
• Προσαυξημένες κατά 50% εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδά των επιχειρήσεων οι εργοδοτικές εισφορές που αφορούν νέες θέσεις απασχόλησης, εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, οι νέες θέσεις εργασίας θα πρέπει να έχουν τη μορφή της εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης και θα πρέπει να καλύπτονται από νέους που κατά την ημερομηνία πρόσληψής τους η ηλικία τους δεν υπερβαίνει τα 30 έτη ή από μακροχρόνια ανέργους που είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα του ΟΑΕΔ. Το δικαίωμα της έκπτωσης χορηγείται εφόσον προκύπτει κατά το οικείο έτος πρόσληψης αφενός η αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων σε σχέση με τον μέσο όρο του προηγούμενου έτους και αφετέρου η αύξηση της μισθολογικής δαπάνης σε σχέση με αυτήν του προηγούμενου έτους. Ως ανώτατο όριο έκπτωσης των εργοδοτικών εισφορών ανά νέα θέση απασχόλησης ορίζεται το 14πλάσιο του κατώτατου μισθού.
Πηγή: Grant Thornton/kathimerini.gr