Γνωρίζετε ότι…
• Με την αλματώδη ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου, την ουσιαστική ελαχιστοποίηση ή κατάργηση των δασμών και τη δραστική μείωση των φορολογικών συντελεστών, οι πρακτικές Transfer Pricing των επιχειρήσεων έχουν βρεθεί στο στόχαστρο των φορολογικών αρχών διεθνώς. Το γεγονός αυτό είναι απολύτως λογικό εάν σκεφτεί κανείς ότι α) περίπου το 60% των εμπορικών συναλλαγών στα ανεπτυγμένα κράτη πραγματοποιείται μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων και β) οι περισσότερες πολυεθνικές δημιουργούν μεγαλύτερο φορολογητέο εισόδημα εκτός της επικράτειας της έδρας τους, παρά σε αυτή.
• Η βασική αρχή του Transfer Pricing είναι ότι οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις πρέπει να συναλλάσσονται μεταξύ τους ως ανεξάρτητες εταιρείες, δηλαδή σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, εφαρμόζοντας την αρχή των ίσων αποστάσεων μεταξύ τους, και θα πρέπει να κερδίζουν από τις συναλλαγές τους ό,τι θα κέρδιζε και μια ανεξάρτητη εταιρεία κάτω από τις ίδιες συνθήκες.
• Στην Ελλάδα ήδη από το 2009 υπάρχει υποχρέωση δήλωσης των ενδοομιλικών συναλλαγών και υποχρέωση τεκμηρίωσης με σύνταξη ειδικού φακέλου προς τούτο. Από το 2014 και μετά, η σχετική υποχρέωση υπάρχει εφόσον οι συναλλαγές ξεπερνούν αθροιστικά τις 100.000 ευρώ, όταν το σύνολο των ακαθάριστων εσόδων του ομίλου είναι κάτω από τα 5.000.000 ευρώ, ή τις 200.000 ευρώ, όταν το σύνολο των ακαθάριστων εσόδων του ομίλου ξεπερνά τα 5.000.000 ευρώ.
• Η νέα μορφή του εντύπου Ε3 για τις φετινές δηλώσεις (φορολογικό έτος 2017) θα περιέχει ειδικό πίνακα στον οποίο θα πρέπει να καταγραφούν οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις. Το θέμα των συναλλαγών αυτών έχει αρχίσει να απασχολεί όλο και πιο έντονα τις ελληνικές φορολογικές αρχές τα τελευταία χρόνια, αποτελώντας ένα από τα κύρια πεδία ενδιαφέροντος των ελεγκτικών μηχανισμών.
• Οι μέθοδοι τεκμηρίωσης καταγράφονται και αναλύονται στις σχετικές οδηγίες του ΟΟΣΑ στις οποίες ο ελληνικός Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος κάνει άμεση παραπομπή. Αρχικά, στις συγκεκριμένες οδηγίες, ως το πιο αξιόπιστο μέτρο εξέτασης των ενδοομιλικών συναλλαγών θεωρείται η σύγκριση της τιμής πώλησης προς τη συνδεδεμένη εταιρεία με τις τιμές πώλησης σε τρίτους ανεξάρτητους πελάτες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, οι συναλλαγές με θυγατρικές και εν γένει συνδεδεμένες επιχειρήσεις, ακόμα και αν αφορούν στο ίδιο προϊόν, δεν γίνονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες με τις πωλήσεις στους λοιπούς πελάτες. Γι’ αυτό εφαρμόζονται έμμεσες μέθοδοι, με τα όποια μειονεκτήματα μπορούν να προκύψουν.
• Συνδεδεμένες θεωρούνται οι επιχειρήσεις όταν η μία συμμετέχει στην άλλη με ποσοστό συμμετοχής άνω του 33% ή όταν υφίσταται κοινή μετοχική σύνθεση που ξεπερνά και στις δύο εταιρείες το προαναφερόμενο ποσοστό. Πέρα από τα παραπάνω, εξετάζεται η ύπαρξη ουσιώδους διοικητικής εξάρτησης ή ελέγχου, καθώς και η άσκηση ή η δυνατότητα άσκησης καθοριστικής επιρροής. Κάτι τέτοιο συμβαίνει συνήθως όταν υπάρχουν κοινά μέλη στη διοίκηση. Η περίπτωση της διοικητικής εξάρτησης, του ελέγχου και της καθοριστικής επιρροής δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρη και θα πρέπει να εξετάζεται ad hoc.
• Συνδεδεμένα πρόσωπα θεωρούνται κατά τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος τα συγγενικά πρόσωπα, που είναι ο/η σύζυγος και οι ανιόντες ή κατιόντες σε ευθεία γραμμή. Ετσι δύο εταιρείες καθίστανται συνδεδεμένες όταν σε αυτές συμμετέχουν πρόσωπα της ίδια οικογένειας, για παράδειγμα στη μία οι σύζυγοι και στην άλλη τα παιδιά. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα αδέλφια για σκοπούς ενδοομιλικών συναλλαγών δεν θεωρούνται συγγενικά μεταξύ τους πρόσωπα. Δύο εταιρείες που στη μία συμμετέχει ο ένας αδερφός με ποσοστό άνω του 33% και στη δεύτερη ο άλλος με ποσοστό πάλι ανώτερο του 33% δεν αποτελούν κατ’ αρχήν συνδεδεμένες επιχειρήσεις. Θα πρέπει, όμως, στην περίπτωση αυτή να εξεταστεί κατά πόσον υφίστανται κοινή διοίκηση, έλεγχος ή καθοριστική επιρροή.
Πηγή: Grant Thornton/kathimerini.gr