Γιατί η Ελλάδα χρειάζεται να απαλλαγεί από την υποχρέωση αποπληρωμής χρέους
Με τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτο να προειδοποιεί στα τέλη Μαΐου πως «δεν υπάρχει δικαιολογία» ώστε η χώρα να μην λάβει την επόμενη δόση από το πακέτο διάσωσης, κάποιοι ίσως να αναρωτιούνται εάν το «φάρμακο» που χορηγείται με δόσεις είναι υπερβολικό. Μήπως όμως η Ελλάδα θα έπρεπε να απαλλαγεί ολοκληρωτικά από το χρέος της για να επανεκκινήσει την οικονομία της; Κανείς θα μπορούσε να το ονομάσει «Grelease». (Greece+release).
Ο γεννημένος στο Ρότερνταμ Ευκ. Τσακαλώτος δήλωσε πρόσφατα πως η κυβέρνηση έχει κάνει αυτά που έπρεπε από τη μεριά της, προσθέτοντας ότι «η μπάλα βρίσκεται στο γήπεδο των πιστωτών και του ΔΝΤ». Αυτό ακολούθησε μετά τις αποτυχημένες διαπραγματεύσεις της περασμένης εβδομάδας μεταξύ των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης που αναζητούν τρόπο να «ξεκλειδώσουν» την επόμενη δόση για την Ελλάδα.
Στόχος είναι, στην επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup, να αποφασιστεί εάν η Ελλάδα έχει λάβει επαρκή μέτρα για να είναι σε θέση να λάβει μία δόση ύψους 7,5 δισ. ευρώ συν ελάφρυνση του χρέους. Είναι κρίσιμο για τη χώρα να μην βρεθεί σε κατάσταση αδυναμίας αποπληρωμής του χρέους που λήγει τον Ιούλιο.
Αλλά για να εξασφαλίσει τα πολυπόθητα κεφάλαια, η Ελλάδα πρέπει να εφαρμόσει μια σειρά από οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Έχοντας αυτό το στόχο, στις αρχές Μαΐου το ελληνικό κοινοβούλιο ενέκρινε ένα νέο πακέτο μέτρων λιτότητας. Αυτό περιλαμβάνει αυξήσεις φόρων και επιπλέον περικοπές στις συντάξεις για το διάστημα 2019-2020.
Η συμφωνία φέρεται να καθυστερεί επειδή το ΔΝΤ και η Γερμανία διαφωνούν για το πώς θα ανακουφίσουν την Ελλάδα από τα χρέη όταν θα λήξει το πρόγραμμα διάσωσης το 2018. Από την επίλυση του συγκεκριμένου ζητήματος εξαρτάται και η συμμετοχή του ΔΝΤ στο τελευταίο πρόγραμμα διάσωσης της χώρας.
Επανεκκίνηση για την Ευρώπη
Έχοντας όλα αυτά κατά νου, δεν μπορώ να μην ανατρέξω σε αυτά που μου είπε ο Dan Ciuriak, ειδικός σε θέματα διεθνούς εμπορίου και επικεφαλής της Ciuriak Consulting, όταν τον συνάντησα στο Λονδίνο λίγο πριν από το δημοψήφισμα για το Brexit.
Στη συνάντησή μας στο The Frontline Club, ένα μαγαζί του Paddington όπου συχνάζουν ανταποκριτές πολέμου, ο Καναδός οικονομολόγος μού ανάλυσε τις προτάσεις για την επανεκκίνηση των ευρωπαϊκών οικονομιών, μεταξύ των οποίων, αυτό που ο ίδιος ανέφερε ως «ιωβηλαίο του χρέους» αλλά και το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης.
Σε μια ευρεία συζήτηση, για τις επιπτώσεις του αποτελέσματος υπέρ του Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο και για άλλα ζητήματα μακροοικονομίας και παραγωγικότητας που αντιμετωπίζουν τα ευρωπαϊκά κράτη, περιέγραψε το σκεπτικό του για αυτό το «ιωβήλαιο του χρέους».
Αυτό περιλαμβάνει τη διαγραφή του επαχθούς χρέους των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο.
Ας πάρουμε για αρχή την Ελλάδα, αν και κανείς θα μπορούσε να προσθέσει και άλλες «χώρες του ελαιόλαδου», όπως την Ιταλία και την Ισπανία, που δεν χειρίζονται και τόσο έξυπνα το θέμα του κρατικού χρέους, ή και τη Γαλλία με την πραγματικά άκαμπτη οικονομία της. Κανείς, βέβαια, θα αναρωτιόταν: εάν η Ελλάδα τη γλιτώσει, τότε δεν θα θέλουν και οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ την ίδια μεταχείριση; Και που θα οδηγούσε αυτό;
Πολλούς μήνες αργότερα, ο Ciuriak, η ομάδα οικονομικής μοντελοποίησης του οποίου στην Οτάβα υπολόγισε λεπτομερώς τις επιπτώσεις του Brexit για μια μελέτη που δημοσιεύτηκε από το think tank της ΕΕ, Open Europe, κέρδισε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό «Ευκαιρία για την Ευρώπη» του McKinsey Global Institute για το δοκίμιό του με τίτλο «Επανεκκινώντας την Ευρώπη».
Παραδέχτηκε μετά το βραβείο πως η εισήγησή του ήταν «προκλητική» και εξεπλάγη που η κριτική επιτροπή την έκανε δεκτή. Στο διαγωνισμό συμμετείχαν εκατοντάδες άλλες προτάσεις από οικονομολόγους και άλλους.
Το δοκίμιο του Ciuriak προτείνει ριζικές νομισματικές διαταραχές για την απεμπλοκή των ευρωπαϊκών επενδύσεων και την αποκατάσταση της ανάπτυξης. Προτείνει τον τερματισμό του QE και την αύξηση των επιτοκίων για να επανατιμολογηθεί η εργασία σε σχέση με το κεφάλαιο. Προτείνει, επίσης, τη διαγραφή του υπερβάλλοντος δημόσιου χρέους των υπερχρεωμένων ευρωπαϊκών χωρών, χωρίς να μας απασχολεί ο ηθικός κίνδυνος όταν πρόκειται για περίοδο κρίσης και τον αναπροσανατολισμό της βιομηχανικής πολιτικής για την τόνωση των δημόσιων επενδύσεων.
Ο Ciuriak σημειώνει ότι η ΕΕ έχει βυθιστεί σε μια κακή οικονομική ισορροπία στασιμότητας και αποπληθωρισμού, σε στασιμο-αποπληθωρισμό. Ενώ το πρόβλημα είναι η υπερβολική προσφορά και η ανεπαρκής ζήτηση, η τρέχουσα πολιτική, η οποία βασίζεται στην ανάπτυξη με επίκεντρο τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, αποσκοπεί στην περαιτέρω επέκταση της προσφοράς μέσω των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων, κάτι που προφανέστατα δεν λειτουργεί.
Αλλά γιατί; Ο λόγος είναι ότι αυξάνει το κόστος της εργασίας σε σχέση με το κεφάλαιο, καταστρέφοντας έτσι θέσεις εργασίας και ζήτηση, το οποίο με τη σειρά του υπονομεύει τα κίνητρα του ιδιωτικού τομέα για επενδύσεις. Η μείωση των επιτοκίων απλά καταφέρνει να επιτείνει τις αποπληθωριστικές πιέσεις.
Γράφει ο Ciuriak: «Στην Ευρώπη, όπως και στην παγκόσμια οικονομία γενικότερα, η ανάπτυξη ήταν πολύ αργή για πολύ καιρό. Στην Ευρώπη, σε αντίθεση με άλλα μέρη της παγκόσμιας οικονομίας, αυτό δημιουργεί υπαρξιακή κρίση».
Και προσθέτει: «Οι σταδιακά αυξανόμενες, οριακές μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να αποδώσουν αναπτυξιακό μέρισμα μέχρι το 2020 θα είναι πολύ λίγες και θα έρθουν αργά. Το Brexit και η εκλογική τάση προτίμησης περιθωριακών κομμάτων -και τα δύο τροφοδοτούνται από την οικονομική δυσλειτουργία- σε συνδυασμό με τις συνέπειες από τα ανοιχτά σύνορα της προσφυγικής κρίσης και τις επιμέρους τρομοκρατικές ενέργειες που απορρέουν από τις φρικτές συνέπειες των καθεστωτικών αλλαγών στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, σημαίνουν ότι η ΕΕ –όπως τη γνωρίζουμε- δεν θα επιβιώσει για να δει τι θα συμβεί το 2020».
Φορτίο χρέους & ωρολογιακή βόμβα
Την ίδια στιγμή, η πολιτική αυτή παράγει ένα φορτίου χρέους που θα λειτουργεί σαν ναρκοπέδιο για την εμφάνιση κρίσεων και οι σταδιακά εντεινόμενες μεταρρυθμίσεις δεν θα δουλέψουν. Έτσι, ο Καναδός θεωρεί ότι τα «settings» της πολιτικής, χρειάζονται επαναρρύθμιση με παραμέτρους που να έχουν δουλέψει στο παρελθόν». Στο έκτασης 4.500 λέξεων δοκίμιό του, ο Ciuriak εξηγεί ότι αυτό απαιτεί τα ακόλουθα:
1) Ανακοστολόγηση εργασίας: Να παραδεχτούμε ότι η νομισματική τόνωση, συμπεριλαμβανομένης της ποσοτικής χαλάρωσης, δεν έχει καταφέρει να αναζωπυρώσει τις επενδύσεις και την κατανάλωση που είναι ευαίσθητες στις μεταβολές των επιτοκίων αλλά έχει τιμολογήσει την εργασία μέσα από την αγορά συντελεστών (καθώς τα επιτόκια υποχωρούν, ο λόγος των μισθών προς το κόστος κεφαλαίου αυξάνεται), να αποσύρουμε την επιχορήγηση των επενδύσεων και να τιμολογήσουμε ξανά την εργασία στην αγορά μέσω της ομαλοποίησης των επιτοκίων.
2) Εξουδετέρωση της βόμβας του χρέους: Καθώς η αύξηση των επιτοκίων στο πλαίσιο μιας φούσκας χρέους θα οδηγήσει σε κρίση, ο Ciuriak προτείνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να αγοράσει το υπερβάλλον δημόσιο χρέος και να το ακυρώσει. Με τον τρόπο αυτό θα φύγει από τη μέση η «αιμοστατική ταινία» της δημοσιονομικής πολιτικής, επιτρέποντας έτσι την επιστροφή στη δημοσιονομική επέκταση της κεϋνσιανής εποχής που δημιουργεί θέσεις εργασίας. Ηθικός κίνδυνος; Στην κρίση τον αγνοείς.
(3) Επαναπροσδιορισμό της βιομηχανικής πολιτικής: Η αντιμετώπιση του προβλήματος της δυσμενούς επιλογής στις επενδυτικές ευκαιρίες: η γενική τάση σήμερα ευνοεί επενδύσεις με μετρικές κινδύνου/απόδοσης που προσελκύουν τον ιδιώτη επενδυτή, αφήνοντας στο τραπέζι επενδύσεις που δεν του κάνουν. Αλλά αυτό μπορεί να υπηρετεί το κοινό καλό. Υπάρχουν χρήματα στο τραπέζι. Η Ευρώπη θα πρέπει να τα εκμεταλλευτεί για να αποκαταστήσει την ανάπτυξη, χρησιμοποιώντας το νέο δημοσιονομικό χώρο που διαθέτει για να κάνει ελιγμούς.
Η αποκατάσταση της ανάπτυξης «είναι πλέον κρίσιμη για το ευρωπαϊκό πείραμα» σύμφωνα με τον Ciuriak. Αυτό απαιτεί μια «ασυνεχή μεταστροφή της πολιτικής για να απεγκλωβιστεί η ευρωπαϊκή οικονομία από την κακή οικονομική ισορροπία» του στασιμο-αποπληθωρισμού.
Ο στασιμο-αποπληθωρισμός προέρχεται από την υπερβολική προσφορά και την ανεπαρκή ζήτηση. Ωστόσο, η τρέχουσα πολιτική, η οποία βασίζεται στην ανάπτυξη με επίκεντρο τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, αποσκοπεί στην περαιτέρω επέκταση της προσφοράς μέσω των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων και δεν λειτουργεί.
Ο λόγος είναι ότι αυξάνει το κόστος της εργασίας σε σχέση με το κεφάλαιο, καταστρέφοντας έτσι θέσεις εργασίας και ζήτηση, το οποίο με τη σειρά του υπονομεύει τα κίνητρα του ιδιωτικού τομέα για επενδύσεις. Η μείωση των επιτοκίων απλά καταφέρνει να επιτείνει τις αποπληθωριστικές πιέσεις.
Ένα Ιωβηλαίο Χρέους
Ο Ciuriak εξηγεί ότι η διαδικασία της πτώχευσης, αφαιρώντας το συντριπτικό χρέος, επιτρέπει την ανανέωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
«Η διαγραφή χρέους που προτείνεται εδώ, σε συνδυασμό με την ιδέα για νέες δημόσιες επενδύσεις στην προαγωγή της καινοτομίας και των ιδεών, πετυχαίνει ακριβώς αυτό», ισχυρίζεται ο Ciuriak. «Αυτό εξουδετερώνει τις ανησυχίες για τον ηθικό κίνδυνο».
Ο οικονομολόγος προσθέτει: «Η ιδέα ότι θα χρειαστεί ένα ιωβηλαίο χρέους εκκολάπτεται εδώ και καιρό και κερδίζει ολοένα μεγαλύτερη στήριξη. Η περιεκτική ανάγνωση της οικονομικής ιστορίας στηρίζει το επιχείρημα ότι ο ηθικός κίνδυνος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τη διαμόρφωση κανόνων, όχι όταν πρόκειται για καταστάσεις κρίσης».
Η πρόταση επαναπροσδιορισμού της βιομηχανικής πολιτικής είναι πιο θεμελιώδης, αν και ο Καναδός αναγνωρίζει ότι το «έδαφος είναι λιγότερο καλά προετοιμασμένο».
Ωστόσο, επισημαίνει ότι «ξεφεύγει από μια δυσλειτουργική και πολωμένη συζήτηση για τη βιομηχανική πολιτική με την εισαγωγή νέου πρίσματος. Είναι σημαντικό ότι η βασική ιδέα μπορεί να σχεδιαστεί στο πίσω μέρος ενός φακέλου».
Φορολογικά θέματα
Οι προτάσεις του Ciuriak δεν περιλαμβάνουν νέους φόρους. Οι φορολογούμενοι σε ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ δεν θα χρειαστεί να πληρώνουν για τη διάσωση των οφειλετών σε άλλα κράτη.
«Αυτό είναι ένα μάλλον κρίσιμο σημείο στην σημερινή Ευρώπη», λέει. «Θα χρειαστεί όμως να εξηγήσουμε γιατί το τύπωμα νέων ευρώ δεν θα καταστρέψει το ευρώ. Ο μεγάλος όγκος γραπτών κειμένων που εξηγούν την ποσοτική χαλάρωση και τις διαδικασίες που ακολουθεί η κεντρική τράπεζα για να διασφαλίσει ότι αυτή δεν θα οδηγήσει σε υπερπληθωρισμό παρέχει την πρώτη ύλη στο επικοινωνιακό κομμάτι».
Η αλλαγή στο QE, λέει, που προτείνεται εδώ είναι ότι «αυτό δεν θα ωφελεί την ευρωπαϊκή εκδοχή της Wall Street, αλλά την ευρωπαϊκή εκδοχή της Main Street».
Στο όραμά του αναδιανέμει τον πλούτο από το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού στο υπόλοιπο 99%, ως μια «δίκαιη αποκατάσταση» για τη μαζική μεταφορά πλούτου από το 99% στο 1% υπό το προηγούμενο QE. Ωστόσο, αυτό γίνεται μέσω του «αμερόληπτου χεριού της αγοράς, καθώς η ομαλοποίηση των επιτοκίων αναπροσαρμόζει την απόδοση ενεργητικού στα χαρτοφυλάκια».
Η αποδοχή αυτής της πολιτικής και η αποκήρυξη των αποτυχημένων πολιτικών λιτότητας είναι επίσης «απαραίτητοι πρόδρομοι» για την ανοικοδόμηση της εμπιστοσύνης στο ευρωπαϊκό πείραμα.
«Η Ευρώπη μπορεί να ανεχθεί ένα σημαντικό νομισματικό σοκ της κλίμακας που απαιτείται για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ευρωστίας (περίπου 2 τρισ. ευρώ, το ποσό του καθαρού χρέους της Γαλλίας, της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας που ξεπερνά το όριο του 60% του ΑΕΠ που ορίζει η συνθήκη του Μάαστριχτ) χωρίς πληθωριστικές συνέπειες», λέει.
«Λαμβάνοντας υπόψη την επιθυμία αντιμετώπισης της αποπληθωριστικής πίεσης, η ευρωπαϊκή οικονομία των 15 τρισ. δολαρίων θα μπορούσε να ανεχθεί ακόμη μεγαλύτερο σοκ για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ευελιξίας ώστε να γίνουν αναπτυξιακές επενδύσεις που έχουν αναβληθεί υπό τις σημερινές ορθόδοξες βιομηχανικές πολιτικές».
Εντούτοις, αυτό μπορεί να μην είναι αρκετό, λέει, δεδομένου ότι το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης είναι επίσης ευάλωτο.
Σε περίπτωση τραπεζικής κρίσης, οι τράπεζες θα πρέπει αμέσως να κρατικοποιούνται, οι πιστωτές να αποπληρώνονται και το επιπλέον χρέος που δημιουργούν οι εθνικές αρχές να αγοράζεται και να διαγράφεται από την ΕΚΤ , υποστηρίζει ο Ciuriak.
Μετά από μια διοικητική ανακατάταξη, οι εθνικοποιημένες τράπεζες θα ιδιωτικοποιούνται. Η Σουηδία έχει δείξει πως μπορεί να γίνει αυτό αποτελεσματικά, με ελάχιστα προβλήματα για τρίτους.
Πηγή: capital.gr/ Forbres