«Το ερώτημα είναι εάν η Ε.Ε. μπορεί να προσφέρει στην Ελλάδα συμφωνία χωρίς λιτότητα»
«Η Ε.Ε. δεν πρέπει να ξεχάσει τους λόγους για τους οποίους δημιουργήθηκε» τονίζει σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο γνωστός πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σικάγου, John McCormick, ενώ σε ό,τι αφορά τις διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους εταίρους της, υπογραμμίζει ότι το κύριο ζήτημα που είναι σημαντικό να απαντηθεί σε αυτή τη φάση είναι «εάν η Ε.Ε. μπορεί να προσφέρει στην Ελλάδα μια συμφωνία χωρίς λιτότητα».
«Προφανώς, τις επόμενες λίγες μέρες είναι σημαντικό να απαντηθεί το ερώτημα, εάν η Ε.Ε. μπορεί να προσφέρει μια συμφωνία, χωρίς λιτότητα, ώστε η Ελλάδα να έχει μέλλον στην Ε.Ε. Αλλά, εάν η μόνη απάντηση στο τραπέζι είναι η λιτότητα, τότε νομίζω, είναι λυπηρό, αλλά ίσως η Ελλάδα θα έπρεπε να ακολουθήσει έναν άλλο δρόμο, γιατί είναι αδύνατο να έχεις μια δημοκρατία που να υποφέρει ένα τόσο μεγάλο κοινωνικό πόνο, από τη λιτότητα που εφαρμόστηκε πάνω στους Έλληνες. Τα πάντα στρέφονται γύρω από το εάν η λιτότητα θα είναι μέρος, ή όχι, της συμφωνίας».
Ο καθηγητής πολιτικής επιστήμης του πανεπιστημίου του Σικάγου υπογραμμίζει τους λόγους για τους οποίους η Ε.Ε. δεν πρέπει να επιτρέψει να επαναληφθούν ιστορικά λάθη του παρελθόντος, η αντιμετώπιση των οποίων, ήταν από τους κύριους λόγους της ίδρυσής της.
«Νομίζω, ότι η Ε.Ε. έχει ξεχάσει την ιστορία της και προωθεί μια ατζέντα που προδίδει τις θεμελιώδεις αρχές της. Μελετώ την ευρωπαϊκή ιστορία πολύ καιρό και είμαι υποστηρικτής της Ευρώπης. Η εντύπωσή μου είναι ότι ο λόγος που δημιουργήθηκε η Ε.Ε. ήταν να προλάβει από το να επαναληφθούν, το 1929 (οικονομική κρίση), το 1933 (άνοδος του ναζισμού) και το 1939 (Β’ΠΠ) και να μην επιτρέψει ποτέ αυτά να ξανασυμβούν. Η Ε.Ε. τώρα, με ευθύνη των κυρίαρχων ελίτ, φαίνεται σαν να δημιουργεί τις συνθήκες να ξαναδημιουργηθούν το 1929, το 1933, το 1939» τονίζει ο κ. Μακόρμικ και προσθέτει:
«Η ίδρυση της ΕΟΚ και της Ε.Ε. δεν ήταν για να βγάλει χρήματα, ήταν για να διασφαλίσει την ευμάρεια των Ευρωπαίων και θεμελιώδης απόφασή της ήταν «να μην είναι ΗΠΑ και να μην είναι ΕΣΣΔ», όπου «στη μια περίπτωση προκρίνονταν η ελευθερία έναντι της ισότητας, στην άλλη το αντίθετο», αλλά να ακολουθήσει ένα διαφορετικό δρόμο, με ένα πιο ισόρροπο μείγμα ελευθερίας και ισότητας λέει και συνεχίζει:
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργήθηκε για να συνδυάσει ισότητα και ελευθερία και τώρα παίρνει ένα ρίσκο και κινδυνεύει να οδηγηθεί σε ένα δρόμο, χωρίς ελευθερία και χωρίς ισότητα».
Σε ερώτηση για το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος ή εκλογών, σε περίπτωση αδιεξόδου των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και στους εταίρους της, ως μέθοδο λήψης πολιτικής απόφασης, ο κ. Μακόρμικ τάσσεται υπέρ του δημοψηφίσματος.
«Το δημοψήφισμα, παρά οι εκλογές, είναι ο πιο δημοκρατικός τρόπος για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, γιατί νομίζω ότι εμπιστεύομαι περισσότερο τους Έλληνες να πάρουν τη σωστή απόφαση για το δικό τους μέλλον. Εξαρτάται ποιο θα είναι το ερώτημά του, δεν θέλω να μιλάω εκ μέρους των Ελλήνων, αλλά αν ήμουν Έλληνας πολίτης νομίζω ότι θα ήθελα να είναι δική μου η επιλογή να ψηφίσω ανάμεσα στο να μείνω μέσα στην Ε.Ε. με τη λιτότητα πάνω στο τραπέζι ή να φύγω εάν η λιτότητα παραμένει στο τραπέζι. Δεν χρειάζονται οι πολίτες, από μια πολιτική ελίτ να πάρει την απόφαση για αυτούς, είναι ικανοί να παίρνουν αποφάσεις οι ίδιοι».
Ο κ. Μακόρμικ προσθέτει, ωστόσο, ότι η λήψη αποφάσεων από τους πολίτες, τους καθιστά υπεύθυνους περισσότερο τους ίδιους για την απόφασή τους, καθώς «αναλαμβάνουν όλο το βάρος της ευθύνης των αποφάσεων τους», αλλά επίσης τους «ωριμάζει» πολιτικά, ώστε με τον ίδιο τρόπο να μπορούν να ανακαλέσουν μια προηγούμενη δική τους λανθασμένη απόφαση.
Ο κ. Μακόρμικ επισημαίνει τις διαφορές μεταξύ «αριστερού» και «δεξιού» λαϊκισμού, με αφορμή την έξαρση τέτοιων φαινομένων στην Ευρώπη και σε άλλες περιοχές του κόσμου.
«Υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα σε αυτό που αποκαλούμε «δεξιό» και «αριστερό» λαϊκισμό. Ο λαϊκισμός, ακόμη και ο αριστερός λαϊκισμός δεν είναι θετικός από μόνος του, ίσως να έχει μια θετική επίδραση ως όχημα για να προωθήσει την ενδυνάμωση της συμμετοχής των πολιτών στα κοινά. Σε καμία περίπτωση όμως δεν εξαντλεί το δυναμισμό της δημοκρατίας, παραμένει υποδεέστερος από αυτήν. Δεν χρειάζονται ηγέτες και κόμματα για να αποφασίζουν για τα πάντα, χρειάζονται να ενδυναμώνεται όλο και περισσότερο η συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, στη διαδικασία λήψης αποφάσεων».
Σε ερώτηση για το κριτήριο από το οποίο μπορεί να διακρίνει κάποιος έναν λαϊκιστικό λόγο από έναν διαφορετικό πολιτικό λόγο, αντίθετο προς την κυρίαρχη αντίληψη, απαντά:
«Το κριτήριό μας για να δούμε κάτι που καταγγέλλεται ως λαϊκιστικό είναι προς θετική ή αρνητική κατεύθυνση, είναι το κατά πόσο ανοίγει το δρόμο προς μια γνήσια χειραφέτηση των πολιτών μέσα από δημοκρατικούς θεσμούς. Δηλαδή, εάν δημιουργεί νέους θεσμούς που δίνουν τη δυνατότητα στους πολίτες να συμμετέχουν άμεσα οι ίδιοι στη λήψη των αποφάσεων τότε κινείται σε θετική κατεύθυνση, αλλά ακόμη κι έτσι δεν μπορεί να υποκαταστήσει το δημοκρατικό άνοιγμα στη λήψη των αποφάσεων».
Σε ό,τι αφορά τον όρο «Debtocracy» που συνηθίζεται στις μέρες μας για να περιγράψει την διόγκωση παγκοσμίως του χρέους, με τρόπο που να επιδρά αρνητικά στη δημοκρατική λειτουργία χωρών, ο κ. Μακόρμικ θεωρεί ότι αυτή είναι μια επικίνδυνη κατάσταση για τη δημοκρατία.
«Είναι μια φοβερή απειλή για τη σύγχρονη δημοκρατία. Είναι μια δικαιολογία, για τα ιδιωτικά συμφέροντα να υπονομεύουν το δημόσιο συμφέρον, για τα δικά τους κέρδη. Δεν μπορεί να υπάρχει χειρότερο πράγμα για τη δημοκρατία σε όλο τον κόσμο. Γιατί η δημοκρατία δεν είναι μόνο τυπικές ψηφοφορίες και δικαιώματα ψηφοφορίας, χρειάζεται κάποιες συνθήκες, κοινωνικές βάσεις, για να λειτουργήσει, που δεν μπορούν να υπάρξουν εκτός της κοινής έκφρασης της δημόσιας σφαίρας».
Σε ερώτηση για το θέμα της αποψινής ομιλίας του, σε εκδήλωση του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, στο ΚΕΔΕΑ του ΑΠΘ, με θέμα: «Democracy in Crisis and the Populist Challenge» [Η δημοκρατία σε κρίση και η πρόκληση του λαϊκισμού], ο κ. Μακόρμικ αναφέρθηκε στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες δημοκρατίες από την άνοδο του λαϊκισμού και του λαϊκιστικού λόγου στην Ευρώπη και σε άλλες περιοχές του κόσμου και τις πιθανές απαντήσεις σε αυτά τα φαινόμενα. Σημείωσε, ότι τρεις πυλώνες στη σκέψη του Μακιαβέλι έχουν ενδιαφέρον για την πολιτική επιστήμη και στις μέρες μας, ως αφορμή για περαιτέρω σκέψη και θεωρητική επεξεργασία στις δημοκρατικές κοινωνίες, όπως κατανομή δημοσίων αξιωμάτων με κλήρωση, αντί εκλογών, δημοψηφίσματα αλλά σε συνδυασμό με τη νομοθετική εξουσία και η συμμετοχή σώματος πολιτών σε δικαστήρια που δικάζουν υποθέσεις διαφθοράς, διασπάθισης δημοσίου χρήματος, κ.α.
Ο John P. McCormick είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Είναι συγγραφέας των βιβλίων: Machiavellian Democracy (2011), Carl Schmitt’s Critique of Liberalism: Against Politics as Technology (1997), Weber, Habermas and Transformations of the European State: Constitutional, Social and Supranational Democracy (2006). Έχει, επίσης, δημοσιεύσει πληθώρα επιστημονικών άρθρων πάνω στην ιστορία της πολιτικής σκέψης, την θεωρία της δημοκρατίας και το συνταγματικό δίκαιο.
Ο συγγραφέας βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη για να συμμετάσχει στην αποψινή εκδήλωση στο πλαίσιο το ερευνητικού προγράμματος «POPULISMUS: Λαϊκιστικός λόγος και δημοκρατία», που στοχεύει στην καταγραφή και συγκριτική χαρτογράφηση του λαϊκιστικού λόγου από διάφορους φορείς και κέντρα πολιτικής εξουσίας, ώστε να διευκολυνθεί η επαναξιολόγηση της έννοιας του «λαϊκισμού» και η άρθρωση μιας θεωρητικής προσέγγισης ικανής να αναπροσανατολίσει την εμπειρική ανάλυση της λαϊκιστικής ιδεολογίας στο πλανητικό περιβάλλον του 21ου αιώνα.
Ξεκινώντας από τον θεωρητικό προσανατολισμό που προσφέρει η θεωρία του λόγου της «Σχολής του Essex» το έργο POPULISMUS υιοθετεί μια μεθοδολογία ανάλυσης λόγου για να διερευνήσει τις ποικίλες μορφές της λαϊκιστικής πολιτικής, να τεκμηριώσει την ανάγκη μελέτης της αναδυόμενης αντίθεσης μεταξύ λαϊκισμού και αντι-λαϊκισμού και να αξιολογήσει τις συνέπειές της πάνω στην ποιότητα της δημοκρατίας. Το έργο υλοποιείται στο πλαίσιο της πράξης ΑΡΙΣΤΕΙΑ ΙΙ του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» και συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) και εθνικούς πόρους.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ