Εφιάλτης η αύξηση συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 4 δισ. για το ΥΠΟΙΚ
Τον κίνδυνο δημοσιονομικού εκτροχιασμού και εφιάλτες για αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης ακόμη και κατά 3,5-4 δισ. ευρώ ή 2% του ΑΕΠ «ξύπνησε» στο οικονομικό επιτελείο η αναβίωση των δικαστικών διεκδικήσεων, με αιχμή τις περικοπές του 2012 στις συντάξεις. Την εικόνα αναμένεται να «θολώσει» περαιτέρω, η νέα εν αναμονή απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), που καλείται να κρίνει εάν είναι συνταγματική ή όχι η πρόβλεψη του νόμου Κατρούγκαλου για επανυπολογισμό όλων των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων, που συνδέεται άμεσα και με την κυβερνητική επιδίωξη για μη εφαρμογή των περικοπών στις προσωπικές διαφορές που θα διαπιστωθούν από την 1η Ιανουαρίου του 2019.
Η δέσμευση της κυβέρνησης για υιοθέτηση μιας συνολικής μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος, με στόχο εξοικονόμηση περίπου 1% του ΑΕΠ έως το 2018, που περιλαμβάνεται στο 3ο μνημόνιο, συνδέεται άρρηκτα με την επίσης ξεκάθαρη δέσμευση για «απορρόφηση του αντικτύπου των αποφάσεων του ΣτΕ σχετικά με τα συνταξιοδοτικά μέτρα του 2012».
Ο νόμος Κατρούγκαλου του 2016 ήρθε να απαντήσει και στις δύο αυτές δεσμεύσεις, με τον επανυπολογισμό των συντάξεων να λειτουργεί κάπως σαν… κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Αναλυτικά, όπως εξηγεί μιλώντας στην «Κ» ο εργατολόγος Δημήτρης Μπούρλος, οι αποφάσεις 2287, 2288, 2289 και 2290/2015 της ολομέλειας του ΣτΕ που έκριναν αντισυνταγματικές τις περικοπές που είχαν γίνει με τους νόμους 4051/2012 και 4093/2012 δημιούργησαν μια νέα κατάσταση στο ασφαλιστικό. Με βάση αυτές θα έπρεπε να αυξηθούν τόσο οι κύριες όσο και οι επικουρικές συντάξεις των συνταξιούχων που είχαν υποστεί τις συγκεκριμένες μειώσεις. Οι δανειστές, στο τρίτο μνημόνιο εκτιμούν το δημοσιονομικό κόστος σε 2% του ΑΕΠ. Και μάλιστα, προς αντιμετώπιση της νέας αυξημένης συνταξιοδοτικής δαπάνης, όπως αυτή θα διαμορφωνόταν αν εφαρμόζονταν οι αποφάσεις, οι δανειστές απαίτησαν μέσω της Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διορθωτικών Μεταρρυθμίσεων (νόμος 4336/2015), την αντιστάθμιση του πρόσθετου κόστους στη συνταξιοδοτική δαπάνη.
Το υπουργείο Εργασίας επινόησε τον επανυπολογισμό όλων των κύριων συντάξεων, με βάση τον νέο τρόπο υπολογισμού που προέβλεψε ο νόμος Κατρούγκαλου, προβάλλοντας ως δικαιολογητικό λόγο την ίση μεταχείριση παλαιών και νέων συνταξιούχων. Προέβλεψε δε κατ’ αρχάς τη «λείανση» της διαφοράς μεταξύ παλαιάς και νέας σύνταξης, που ονομάστηκε προσωπική διαφορά, μέσω του συμψηφισμού με τις προσδοκώμενες αυξήσεις που θα γίνονταν από 1/1/2019.
Μάλιστα, σύμφωνα με τον κ. Μπούρλο, η προσωπική αυτή διαφορά έπρεπε να υπολογιστεί όχι με βάση την καταβαλλόμενη σύνταξη, αλλά με βάση αυτή που θα προέκυπτε αν εφαρμοζόταν η απόφαση του ΣτΕ. Κι αυτό γιατί αυτή ήταν το νόμιμο ποσό σύνταξης που έπρεπε να λαμβάνει ο συνταξιούχος, επισημαίνει ο έγκριτος νομικός.
Ο νόμος 4472/2017, που επιδιώκει να μην εφαρμόσει η κυβέρνηση, τροποποίησε τη «λείανση» της προσωπικής διαφοράς με τις προσδοκώμενες αυξήσεις, τις οποίες μετέθεσε για 1/1/2023 και μετά. Παράλληλα, επέβαλε από 1/1/2019 μείωση συντάξεων έως 18%, ανάλογα με την διαφορά καταβαλλόμενης και νέας σύνταξης. Και σε αυτήν την περίπτωση, ο κ. Μπούρλος επισημαίνει πως το ορθό θα ήταν η μείωση να ξεκινά από το αυξημένο ποσό σύνταξης, όπως αυτό θα διαμορφωνόταν αν εφαρμόζονταν οι αποφάσεις του ΣτΕ.
Και συμπληρώνει ο γνωστός εργατολόγος πως αν, όπως ελπίζουμε, δεν εφαρμοστούν οι μειώσεις από 1-1-2019, η οποιαδήποτε νομοθετική παρέμβαση για να αντιμετωπίσει με πληρότητα το θέμα θα πρέπει να προβλέψει και την υποχρέωση εκτέλεσης των αποφάσεων του ΣτΕ.
Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχει περιορισμός του «δημοσιονομικού χώρου» στον οποίο, άλλωστε, προσπαθεί να ενταχθεί η μη περικοπή των συντάξεων…
Ποιες μειώσεις συντάξεων κρίθηκαν αντισυνταγματικές
Η πρόσφατη δικαστική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που δικαίωσε συνταξιούχο ο οποίος ζητούσε αναδρομικά ποσά λόγω των περικοπών του 2012 σε δώρα και συντάξεις δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Στηρίζεται στην πολυσυζητημένη απόφαση του ΣτΕ που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2015 κι έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές των νόμων 4051 και 4093 του 2012. Οπως είναι φυσικό, η απόφαση του Πρωτοδικείου υιοθετεί το σκεπτικό της απόφασης του ΣτΕ προκειμένου να κατακυρώσει στον συνταξιούχο αναδρομικά ποσά από το 2013 ώς το 2015 (τότε υποβλήθηκε η προσφυγή), τα οποία έχασε από τις περικοπές του 2012. Αναλυτικά, οι μειώσεις που κρίθηκαν αντισυνταγματικές είναι:
α) Του νόμου 4051/2012 που επέβαλε περικοπές επικουρικών συντάξεων κατά 10% στο σύνολο του ποσού σύνταξης από 200 ώς 250 ευρώ, κατά 15% από τα 250 ώς τα 300 ευρώ και κατά 20% στις επικουρικές πάνω από τα 300 ευρώ. Στις τρεις αυτές περικοπές, οι επικουρικές μετά τις μειώσεις διατηρούσαν κατώτατο όριο τα 200 ευρώ, 225 ευρώ και τα 250 ευρώ αντιστοίχως. β) Του νόμου 4093/2012 που επέβαλε μειώσεις στο άθροισμα συντάξεων με την εξής κλίμακα: 5% για άθροισμα συντάξεων από τα 1.000 ώς 1.500 ευρώ, 10% μείωση από τα 1.500 ώς τις 2.000 ευρώ, 15% μείωση από τις 2.000 ώς τις 3.000 ευρώ και 20% μείωση επί αθροίσματος συντάξεων άνω των 3.000 ευρώ. γ) Του νόμου 4093/2012 για την κατάργηση των δώρων στις κύριες συντάξεις, που ήταν 800 ευρώ ετησίως με 400 ευρώ δώρο Χριστουγέννων, 200 ευρώ δώρο Πάσχα και 200 ευρώ επίδομα αδείας.
Ετσι, σύμφωνα με τους ειδικούς, τουλάχιστον 5 μεγάλες ομάδες συνταξιούχων που προέρχονται τόσο από το Δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό τομέα, είναι που υπέστησαν τις περικοπές σε κύριες ή και επικουρικές συντάξεις, που στη συνέχεια κρίθηκαν αντισυνταγματικές. Αναλυτικά, οι ομάδες αυτές είναι:
1. Συνταξιούχοι που είχαν σύνταξη το 2012 μετά και τις παρακρατήσεις πάνω από 1.300 ευρώ και υπέστησαν μείωση 12% στο υπερβάλλον τμήμα της σύνταξής τους. 2. Συνταξιούχοι που είχαν το 2012 άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης, μετά και τις προηγούμενες περικοπές, πάνω από 1.000 ευρώ και υπέστησαν το «ψαλίδι» από 5% έως 20%. 3. Συνταξιούχοι που λαμβάνουν επικουρική και υπέστησαν μείωση με τον νόμο 4051 του 2012 από 10% (για συντάξεις έως 250 ευρώ) έως και 20% (για συντάξεις από 300 ευρώ και άνω). 4. Συνταξιούχοι άνω των 60 ετών που δικαιούνταν από την κύρια σύνταξή τους επιδόματα (άδειας, Χριστουγέννων και Πάσχα) της τάξεως των 800 ευρώ. 5. Συνταξιούχοι που ελάμβαναν πλήρες δώρο Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας στην επικουρική τους.
Πηγή: kathimerini.gr