Η διαμάχη Ρώμης-Βρυξελλών φθάνει στο κρισιμότερο επεισόδιο
Η διαμάχη Ρώμης – Βρυξελλών, με αιχμή τον ιταλικό προϋπολογισμό, κλιμακώνεται εδώ και περίπου δύο εβδομάδες. Θα πάρει, όμως, νέες διαστάσεις μέσα στην εβδομάδα, καθώς αύριο υποβάλλονται στην Κομισιόν οι προϋπολογισμοί των χωρών-μελών, συμπεριλαμβανομένης και της Ιταλίας. Με διακηρυγμένη την πρόθεση της Κομισιόν να απορρίψει τον επίμαχο προϋπολογισμό, που προβλέπει δημοσιονομικό έλλειμμα 2,4%, και τις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων να έχουν πάρει την ανιούσα, η ατμόσφαιρα θυμίζει τις εποχές που αποκλείονταν από τις αγορές η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία. Το ερώτημα είναι σε πόσο δεινή θέση μπορεί να βρεθεί πλέον η Ιταλία και τι πρόκειται να γίνει αν χρειαστεί την αρωγή των εταίρων της στην Ευρωζώνη.
Η στάση των θεσμικών οργάνων της Ευρωζώνης δεν προδίδει συμβιβαστική διάθεση και δεν εμπνέει προσδοκίες για υποχωρήσεις. Πηγές της ΕΚΤ, που προτίμησαν την ανωνυμία, μίλησαν στο Reuters την Παρασκευή για να διαμηνύσουν στη Ρώμη ότι δεν μπορεί να βασίζεται στη βοήθειά της, παρά μόνον αν δεχθεί ένα καθεστώς μνημονίου που θα προβλέπει σκληρή λιτότητα και επώδυνες οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Το μήνυμα της ΕΚΤ στοιχειοθετεί μια στάση πολύ πιο σκληρή και κατηγορηματική από εκείνη των στελεχών της Κομισιόν, που έως τώρα καλούν απλώς τη Ρώμη να συνετιστεί και να προσαρμόσει τα σχέδιά της στους κανόνες της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Κάτι ανάλογο διαμηνύουν, και πάλι μέσω του Reuters, οι Βρυξέλλες. Το μήνυμα της Κομισιόν συνοψίζεται στο ότι η Ιταλία δεν είναι πλέον «πολύ μεγάλη για να διασωθεί», όπως είθισται να λέγεται μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση χρέους. Εν ολίγοις, ότι μια πτώχευσή της δεν θα είναι καθοριστική, επειδή η Ευρωζώνη έχει θωρακιστεί πλήρως με τους μηχανισμούς που απαιτούνται για να αποτραπεί η μετάδοση της κρίσης αλλά και για να διατηρήσει τον έλεγχο της κατάστασης. Οπως χαρακτηριστικά τόνισε στο Reuters πηγή προσκείμενη στην ΕΚΤ, «είναι το τεστ που θα αποδείξει ότι η Ευρώπη και οι μηχανισμοί της λειτουργούν αποτελεσματικά».
Εστία κινδύνου και για την Ιταλία είναι, βέβαια, το υψηλό χρέος της, που φτάνει στο 133% του ΑΕΠ της, και είναι το υψηλότερο στην Ευρωζώνη μετά της Ελλάδας. Η εικόνα της ιταλικής οικονομίας παρουσιάζει, όμως, διαφορές από τις χώρες που μπήκαν σε μνημόνιο, όπως τόνισε και ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης (ESM).
Λίγες ώρες προτού διαρρεύσει το μήνυμα της ΕΚΤ, ο Κλάους Ρέγκλινγκ δήλωσε ότι δεν διαφαίνεται άμεσος κίνδυνος ούτε να αποκλειστεί η Ιταλία από τις αγορές ούτε να υποβαθμιστούν τα ομόλογά της κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.
Μιλώντας από την Ινδονησία, όπου μετέβη για τη σύνοδο του ΔΝΤ, ο κ. Ρέγκλινγκ επικαλέστηκε την ισχύ της ιταλικής οικονομίας, όταν ετέθη το ερώτημα τι θα συμβεί αν η Ιταλία αποκλειστεί από τις αγορές, όπως συνέβη στην Ελλάδα το 2010. Οπως τόνισε, η Ιταλία δεν διέτρεξε ποτέ τον κίνδυνο να αποκλειστεί από τις αγορές στη διάρκεια της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης, διότι «παρά το υψηλά επίπεδα του χρέους της, το δημοσιονομικό της έλλειμμα δεν ήταν ποτέ υπερβολικά υψηλό, έχει μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα, πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ισχυρή ιδιωτική αποταμίευση και προπαντός μεγάλη μερίδα των ομολόγων του ιταλικού δημοσίου βρίσκεται στα χέρια των πολιτών της».
Μόνο το 30% των ομολόγων του ιταλικού δημοσίου βρίσκεται σε χέρια ξένων
Οπως προκύπτει και από τα όσα δήλωσε ο Κλάους Ρέγκλινγκ, θεμελιώδης διαφορά της Ιταλίας από τις μνημονιακές χώρες είναι ο περιορισμένος βαθμός εξάρτησής της από το ξένο κεφάλαιο. Οταν η Ελλάδα αποκλείστηκε από τις αγορές την άνοιξη του 2010 και προσέφυγε στην αρωγή των εταίρων της, το 75% των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου βρισκόταν στα χέρια ξένων επενδυτών. Οταν η Ιρλανδία αποκλείστηκε από τις αγορές τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, το 65% των ομολόγων της βρισκόταν στα χέρια ξένων επενδυτών, και έφτανε στο 63% το αντίστοιχο ποσοστό ομολόγων της Πορτογαλίας ένα χρόνο αργότερα, την άνοιξη του 2011, όταν η χώρα βρέθηκε εκτός αγορών. Τα ποσοστά αυτά δεν είναι συγκρίσιμα με το αντίστοιχο της Ιταλίας, εφόσον, σύμφωνα με στοιχεία για το καλοκαίρι, μόλις το 30% των ομολόγων του ιταλικού Δημοσίου βρίσκεται στα χέρια ξένων. Αν, μάλιστα, αφαιρεθεί και το ποσοστό των ιταλικών ομολόγων που διακρατούν θεσμικοί επενδυτές, μόλις το 17% βρίσκεται σε χέρια ξένων ιδιωτών. Σύμφωνα με ανάλυση των οικονομολόγων Νικ Κούνις και Αλίν Σούλινγκ, οι εγχώριοι επενδυτές έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην Ιταλία, οχυρώνοντάς την όταν κορυφωνόταν η κρίση χρέους της Ευρωζώνης. Το κόστος δανεισμού της Ιταλίας άρχισε να αυξάνεται από τη στιγμή που σχημάτισαν κυβέρνηση οι Ντι Μάιο και Σαλβίνι στις αρχές του καλοκαιριού. Η άνοδος των αποδόσεων κλιμακώνεται τις τελευταίες δύο εβδομάδες, και τώρα οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων του ιταλικού Δημοσίου κυμαίνονται γύρω στο 3,50%. Τα spreads ήταν λίγο πάνω από τις 300 μονάδες βάσης.
Αυτά τα επίπεδα υπολείπονται σημαντικά από τις 400, 500 ή και περισσότερες μονάδες βάσης, στις οποίες είχαν εκτιναχθεί τα spreads των χωρών της Ευρωζώνης, όταν αυτές αναγκάστηκαν να προσφύγουν στον μηχανισμό διάσωσης. Ενδιαφέρον στοιχείο στην ιταλική περίπτωση είναι ότι όταν κορυφώθηκε η κρίση χρέους της Ευρωζώνης, τα spreads των ιταλικών ομολόγων δεν απείχαν πολύ από αυτά τα υψηλά επίπεδα. Στάθηκε, όμως, καθοριστική τότε η παρέμβαση των εγχώριων επενδυτών. Τόσο οι ιταλικές τράπεζες που διακρατούσαν ομόλογα του ιταλικού δημοσίου όσο και οι άλλοι εγχώριοι πιστωτές της Ρώμης αύξησαν την έκθεσή τους στο ιταλικό χρέος, ακόμη και όταν ανέβαινε το κόστος δανεισμού της. Εν ολίγοις, οι εγχώριοι επενδυτές έχουν έως τώρα λειτουργήσει ως σταθεροποιητικός παράγοντας, αναπληρώνοντας τη φυγή των ξένων επενδυτών. Φαίνεται, άλλωστε, πως σε μια τέτοια παρέμβαση εναποθέτει τις ελπίδες του ο Ματέο Σαλβίνι, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και επικεφαλής της Λέγκας, που δήλωσε πριν από λίγες μέρες ότι, αν χρειαστεί, «οι Ιταλοί θα μας δώσουν χείρα βοηθείας».
Πηγή: kathimerini.gr