Προειδοποίηση για αύξηση εισαγωγών λόγω κατανάλωσης
«Καμπανάκι» για το ενδεχόμενο αύξησης των εισαγωγών αγαθών, όχι λόγω της ενίσχυσης των παραγωγικών επενδύσεων, αλλά λόγω της αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης χτυπάει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην έκθεσή του. Επί της ουσίας, στην έκθεση επισημαίνεται ο κίνδυνος επανάληψης λαθών του παρελθόντος που οδήγησαν στη διόγκωση των εξωτερικών ελλειμμάτων, καθώς η ανάπτυξη, στηριζόμενη στο καταναλωτικό πρότυπο, αποδείχθηκε επίπλαστη και φυσικά πρόσκαιρη. Καθώς αναγνωρίζεται ότι η αναμενόμενη αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών θα επιφέρει άνοδο των εισαγωγών κυρίως κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, κρίνεται καθοριστικός ο παράγοντας της παραγωγικότητας εργασίας για το εάν βαίνουμε προς νέα διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος.
«Λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική διόρθωση των εξωτερικών (και εσωτερικών) μακροοικονομικών ανισορροπιών που επιτεύχθηκε στα χρόνια της κρίσης, θα πρέπει να αναληφθούν δράσεις που διασφαλίζουν τη μεταστροφή της οικονομίας προς ένα βιώσιμο αναπτυξιακό πρότυπο με έμφαση στις εξαγωγές», τονίζεται στην έκθεση.
Γίνεται, ωστόσο, η επισήμανση ότι με βάση στοιχεία από την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος το εισαγωγικό περιεχόμενο των εξαγωγών (δηλαδή οι εισαγόμενες πρώτες ύλες που απαιτούνται για την παρασκευή προϊόντων προς εξαγωγή) ανέχεται στο 31%. Πέραν του παραπάνω, ο πραγματικός κίνδυνος είναι άλλος, σύμφωνα με την έκθεση: «Υπάρχει ο κίνδυνος η επάνοδος σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά και η προβλεπόμενη αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος να συνοδευθούν από επιτάχυνση των εισαγωγών για καταναλωτικούς σκοπούς, εξέλιξη που θα είχε αρνητικές επιπτώσεις για την εξωτερική θέση της χώρας και θα περιόριζε τη συνεισφορά των καθαρών εξαγωγών στην οικονομική μεγέθυνση».
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν από 19% του ΑΕΠ το 2009 σε 33,2% του ΑΕΠ το 2017. Ειδικότερα, οι εξαγωγές αγαθών από 8,5% του ΑΕΠ το 2009 ανέρχονταν το 2017 σε 18,6% του ΑΕΠ, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν σε 16,4% του ΑΕΠ το 2017 από 10,5% του ΑΕΠ το 2009. Παρά τη σημαντική αυτή άνοδο, οι εξαγωγές στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ εξακολουθούν να υπολείπονται σημαντικά του κοινοτικού μέσου όρου (47,3% το 2017), αλλά και χωρών που παρουσιάζουν ομοιότητες με την Ελλάδα, όπως είναι για παράδειγμα η Πορτογαλία.
Για την περίοδο 2018-2019 οι εξαγωγές αγαθών αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς. Την ίδια ώρα, εκτιμάται αύξηση των εισαγωγών μεγαλύτερη της αναμενόμενης, κατ’ αρχάς λόγω της διεύρυνσης των εξαγωγών.
Το κατά πόσον οι εξαγωγικές επιδόσεις θα υπεραντισταθμίσουν τις απώλειες από την άνοδο των εισαγωγών θα εξαρτηθεί από την παραγωγικότητα της εργασίας, αλλά και από την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Οπως επισημαίνεται στην έκθεση, με βάση τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης όπου παρατηρήθηκε μείωση της παραγωγικότητας εργασίας στη διάρκεια της κρίσης. Η παραγωγικότητα, σε συνδυασμό με την αμοιβή της εργασίας, καθορίζει το μοναδιαίο κόστος εργασίας, που αποτελεί τη σημαντικότερη παράμετρο διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Ας σημειωθεί, βεβαίως, εδώ ότι, όπως αναφέρεται στην έκθεση, η όποια αύξηση της ανταγωνιστικότητας επετεύχθη στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια οφείλεται στο γεγονός ότι οι μισθοί μειώθηκαν ταχύτερα από την παραγωγικότητα και όχι διότι η παραγωγικότητα αυξήθηκε ταχύτερα από τους μισθούς.
Συγκεκριμένα, η παραγωγικότητα της εργασίας μειώθηκε κατά 6,5% την περίοδο 2010-2016, ενώ η αμοιβή της εργασίας κατά 16%, με αποτέλεσμα το μοναδιαίο κόστος εργασίας να μειωθεί κατά περίπου 10%, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα.
Κατά τους συγγραφείς της έκθεσης, η αύξηση της παραγωγικότητας προϋποθέτει την ανάληψη δράσεων για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την προσέλκυση ξένων και εγχώριων επενδύσεων, καθώς και τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης υψηλής ποιότητας.
Πηγή: kathimerini.gr