Γνωρίζετε ότι…
• Δεν αποτελούν εισόδημα και άρα δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος, τα χρηματικά ποσά που εισπράττει ο/η σύζυγος στο πλαίσιο αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα του γάμου (άρθρο 1400 του Αστικού Κώδικα). Επομένως, αναγράφονται στον κωδικό 781 της δήλωσης φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων (έντυπο Ε1) και δεν υπόκεινται ούτε σε εισφορά αλληλεγγύης. Τα παραπάνω ποσά δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέονται με την τυχόν καταβαλλόμενη διατροφή. Διατροφή που καταβάλλεται βάσει δικαστικής απόφασης ή συμβολαιογραφικού εγγράφου, ακόμη και κατά το χρονικό διάστημα της διάστασης των συζύγων, αποτελεί εισόδημα που απαλλάσσεται του φόρου εισοδήματος. Υπόκειται, ωστόσο, σε εισφορά αλληλεγγύης κατά την εκκαθάριση της δήλωσης φόρου εισοδήματος (ΔΕΑΦ 1017570 ΕΞ 2018).
• Η απόδοση στον δικαιούχο σύζυγο χρηματικής παροχής στο πλαίσιο αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα του γάμου υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου ύψους 3,6%. Η παραπάνω επιβάρυνση ισχύει είτε η απόδοση γίνεται με δικαστική απόφαση είτε με σύμβαση μεταξύ των ενδιαφερομένων (ΠΟΛ 282/1986).
• H έκθεση ελέγχου των ορκωτών ελεγκτών δεν αποτελεί από μόνη της «συμπληρωματικό στοιχείο» ικανό να οδηγήσει σε παράταση του κατ’ αρχήν πενταετούς χρόνου παραγραφής, εφόσον δεν μνημονεύονται συγκεκριμένα στοιχεία που να έχουν πράγματι τον χαρακτήρα των συμπληρωματικών. Ειδικότερα, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών έκρινε ότι στις εκθέσεις ελέγχου της φορολογικής αρχής πρέπει να αναφέρονται εκείνα τα συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία η φορολογική αρχή, ακόμη και εάν είχε επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια, δεν θα τα είχε εντοπίσει (ΔΕΔ 2914/2018).
• Μέτρα εξασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου (όπως ενδεικτικά η δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών) μπορούν να επιβάλλονται και αναδρομικά, δηλαδή σε σχέση με παραβάσεις που ανάγονται σε προγενέστερο της θέσπισής τους χρόνο. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η αναδρομική επιβολή των μέτρων αυτών δεν παραβιάζει την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του φορολογούμενου, καθώς τα μέτρα αυτά δεν έχουν γνήσιο κυρωτικό χαρακτήρα και περιορίζουν θεμιτά την οικονομική και επαγγελματική ελευθερία του φορολογουμένου (ΣτΕ 432/2017).
• Δεν προκύπτει φορολογητέα παροχή σε είδος για τον εργαζόμενο από «κοινόχρηστα οχήματα» της εταιρείας, ανεξαρτήτως ύψους της λιανικής τιμής προ φόρων.
Απαραίτητη προϋπόθεση είναι τα παραπάνω οχήματα να μην έχουν παραχωρηθεί σε συγκεκριμένο υπάλληλο ή ομάδες υπαλλήλων, αλλά να διατίθενται από την επιχείρηση με σκοπό να χρησιμοποιούνται εκ περιτροπής από το προσωπικό της ως αναγκαίο μέσο για τη διεκπεραίωση της εργασίας που τους έχει ανατεθεί.
Η επιχείρηση φέρει το βάρος απόδειξης, με κάθε πρόσφορο μέσο (π.χ. βιβλίο κίνησης, παραμονή κατά κανόνα του οχήματος στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης μετά το πέρας του ωραρίου, μη κατονομαζόμενοι χρήστες, κ.λπ.) ότι ένα όχημα δεν έχει παραχωρηθεί σε εργαζόμενο αλλά είναι κοινόχρηστο (ΔΕΑΦ 1017521 ΕΞ 2018).
• Η φορολογική διοίκηση έχει την ευχέρεια να προβαίνει σε απενεργοποίηση του ΑΦΜ ή σε αναστολή της χρήσης του, για φορολογουμένους που έχουν παύσει να ασκούν οικονομική δραστηριότητα, ή διαπράττουν φοροδιαφυγή ή έχουν δηλώσει ψευδή ή ανακριβή στοιχεία για την απόκτηση του ΑΦΜ. Φορολογούμενοι των οποίων ο ΑΦΜ έχει ήδη ανασταλεί πρέπει να καταθέσουν ελάχιστο ποσό εγγύησης 15.000 ευρώ, εάν επιθυμούν να προχωρήσουν σε νέα έναρξη εργασιών.
• Η φορολογική διοίκηση μπορεί να απαιτήσει εγγύηση από οποιαδήποτε επιχείρηση υποβάλλει δήλωση εγγραφής στο φορολογικό μητρώο, υπό προϋποθέσεις.
Συγκεκριμένα, κάτι τέτοιο προβλέπεται όταν μέτοχος ή εταίρος του νομικού προσώπου που υποβάλει τη δήλωση υπήρξε κατά τα τελευταία 5 έτη πριν από την υποβολή της, μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή νομικός εκπρόσωπος άλλου νομικού προσώπου ή συνδεδεμένο πρόσωπο με άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πτώχευσαν ή κατέστησαν αφερέγγυα, με αποτέλεσμα τη μη είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών τουλάχιστον 15.000 ευρώ.
• Παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για υποθέσεις φορολογίας κληρονομιών δωρεών και γονικών παροχών μετά την πάροδο 10 ετών, σε περίπτωση που έχει υποβληθεί δήλωση ή 15 ετών αν δεν έχει υποβληθεί δήλωση στις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε πριν από την 1η Ιανουαρίου 2015.
Για υποθέσεις στις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2015 και μετά, το δικαίωμα του Δημοσίου παραγράφεται κατά κανόνα εντός πέντε ετών, από το τέλος του έτους στο οποίο λήγει η προθεσμία υποβολής της δήλωσης.
Για υποθέσεις για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι 31/12/1994, το δικαίωμα του Δημοσίου έχει παραγραφεί.
Πηγή: Grant Thornton/kathimerini.gr