Φοροδοξίες: Γνωρίζετε ότι…
• Τα ξενοδοχεία συμβάλλουν στην ελληνική οικονομία με 17,36 δισ. ευρώ (9,87% του ΑΕΠ), αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 52% της συμβολής που δημιουργεί ο τουρισμός συνολικά στην οικονομία. Δημιουργούν θέσεις απασχόλησης για πάνω από 236 χιλιάδες άτομα, μέγεθος που αντιστοιχεί στο 6,48% της απασχόλησης της χώρας.
• Από τους χρηματοοικονομικούς δείκτες προκύπτει ότι τα ξενοδοχεία με το υψηλότερο περιθώριο σε επίπεδο λειτουργικών κερδών (EBITDA) είναι τα ξενοδοχεία 3* και 4*, με 26,7% και 26,6% αντίστοιχα. Το υψηλότερο περιθώριο κέρδους προ τόκων και φόρων (ΕBIT) παρουσιάζουν, επίσης, τα ξενοδοχεία υψηλών προδιαγραφών. Ειδικότερα, την πρώτη θέση κατέχουν τα ξενοδοχεία 3* με 14,5%, ενώ ακολουθούν τα 4* με 14,1% και τα 5* με 11,7%. Από την άλλη πλευρά, τα ξενοδοχεία χαμηλών προδιαγραφών (1* και 2*) καταλήγουν, λόγω υψηλού δείκτη αποσβέσεων και υψηλού δείκτη χρηματοοικονομικού κόστους, σε αρνητικά αποτελέσματα, παρά το γεγονός ότι πετυχαίνουν έναν ικανοποιητικό δείκτη λειτουργικών κερδών προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA).
• Το μέσο τυπικό ξενοδοχείο της χώρας έχει ουσιαστικά εξαντλήσει τη φοροδοτική του ικανότητα, ενώ φέρει και τη μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση σε σύγκριση με εκείνα των ανταγωνιστριών χωρών στον τομέα του τουρισμού. Η εφαρμογή του φόρου διαμονής ή άλλων νέων φορολογικών βαρών θα αδυνατίσει καίρια τη δυνατότητα των ξενοδοχείων να διαδραματίζουν τον αναπτυξιακό τους ρόλο.
• Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία των φορολογικών συντελεστών των ανταγωνιστριών χωρών, προκύπτει πως τα ξενοδοχεία στην Ελλάδα υπόκεινται στον δεύτερο υψηλότερο συντελεστή φορολόγησης εισοδημάτων. Με εξαίρεση την περίπτωση της Γαλλίας, οι υπόλοιπες ανταγωνίστριες χώρες έχουν υιοθετήσει σαφώς χαμηλότερους συντελεστές εισοδήματος σε σχέση με την Ελλάδα. Ως προς την έμμεση φορολογία, το ξενοδοχειακό προϊόν στην Ελλάδα επιβαρύνεται με τον υψηλότερο συντελεστή διαμονής και τον υψηλότερο λοιπών υπηρεσιών.
• Τα σχετικά στοιχεία δείχνουν πως στην Ελλάδα τα ξενοδοχεία είναι υποχρεωμένα, λόγω υπερφορολόγησης, να θέσουν στο τελικό προϊόν τους τιμές υψηλότερες κατά 3,21% έως 6,77% σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές τους προκειμένου να επιτύχουν αντίστοιχα ποσοστά κέρδους με εκείνα των άλλων χωρών. Ετσι, τα ξενοδοχεία υποχρεώνονται τελικά να συμβιβαστούν με σαφώς χαμηλότερα περιθώρια κέρδους, προκειμένου να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Επειδή η μέση τουριστική δαπάνη στην Ελλάδα είναι χαμηλή, ειδικά σε σύγκριση με εκείνη των ανταγωνιστριών χωρών, το μέσο περιθώριο κέρδους των ξενοδοχείων της χώρας μετά από φόρους περιορίζεται στο 1,52%.
• Η υψηλή φορολόγηση συρρικνώνει τα επίπεδα κερδοφορίας, περιορίζοντας τις δυνατότητες των ξενοδοχείων να προχωρήσουν σε επενδύσεις για τη βελτίωση ή διατήρηση της ποιότητας των υπηρεσιών τους, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κίνδυνοι υποβάθμισης της λειτουργικής αποτελεσματικότητάς τους. Συγχρόνως, εγκλωβίζονται σε συνθήκες αδυναμίας αντιμετώπισης κάποιας έκτακτης δαπάνης, με αποτέλεσμα να τίθενται εντέλει κίνδυνοι βιωσιμότητας.
• Η οικονομία διαμοιρασμού στη διαμονή εμφανίζει έντονη δυναμική, όμως προκαλεί και έντονες αρνητικότητες. Το μέγεθός της στην Ελλάδα το 2017 ξεπερνάει το 1,71 δισ. ευρώ. Ωστόσο, εξαιτίας της η ξενοδοχειακή αγορά υφίσταται καθαρές απώλειες ύψους περίπου 525 εκατ. ευρώ, σε ετήσια βάση, «χάνονται» 13.760 θέσεις εργασίας, ενώ τα καθαρά διαφυγόντα έσοδα του Δημοσίου ανέρχονται σε περίπου 88 εκατ. ευρώ.
• Ο υψηλός βαθμός υποκατάστασης, μεταξύ ξενοδοχείων και καταλυμάτων οικονομίας διαμοιρασμού, σε συνδυασμό με το φαινόμενο της άνισης φορολογικής μεταχείρισης, προκαλεί στρεβλώσεις στον μεταξύ τους ανταγωνισμό, κυρίως σε επίπεδο τιμών. Από τη στιγμή που η τιμή διάθεσης δύο κοινών προϊόντων φέρει διαφορετική φορολογική επιβάρυνση, η αγορά δεν λειτουργεί αποτελεσματικά και δημιουργούνται αντικίνητρα παραγωγικότητας και βελτίωσης των προσφερόμενων αγαθών. Σε περίπτωση που υπάρξει φορολόγηση της οικονομίας διαμοιρασμού όπως εκείνη των ξενοδοχείων, είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μια πρόσθετη ετήσια εισροή για το Δημόσιο της τάξεως των περίπου 341 εκατ. ευρώ. Η προώθηση κοινής φορολογικής μεταχείρισης των δύο τομέων όχι μόνο θα περιορίσει το πρόβλημα της στρέβλωσης της αγοράς, αλλά και θα ενισχύσει τα δημόσια έσοδα, δημιουργώντας δυνατότητες αναδιανομής των φορολογικών βαρών προς όφελος των ασθενέστερων ομάδων.
Πηγή: kathimerini.gr