Αβεβαιότητες και ερωτηματικά για τον Σεπτέμβρη – τι ανησυχεί την ΤτΕ
Τραπεζικοί κύκλοι υποστηρίζουν ότι παρά την αναγκαστική, λόγω γερμανικών εκλογών, «ανάπαυλα” από υψηλές εντάσεις στο ευρωπαϊκό κλίμα, εν τούτοις ο Σεπτέμβριος μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά σημαντικός.
Και αυτό γιατί οι επερχόμενες αλλαγές στο διεθνές νομισματικό περιβάλλον μπορούν να «εξαερώσουν” τα αποτελέσματα τόσο της προσπάθειας που έχει δρομολογηθεί από τις ελληνικές συστημικές τράπεζες στο μέτωπο των NPLs όσο και της πρόσφατης επανεμφάνισης των κρατικών ομολόγων στις αγορές και να οδηγήσουν σε νέες πιέσεις το φθινόπωρο το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Στην εκτίμηση αυτή φαίνεται να συμβάλει και το σιωπηρά αρνητικό κλίμα που εξακολουθεί να υπάρχει από πλευράς της διοίκησης της ΤτΕ για το πρόσφατο εγχείρημα της εξόδου στις αγορές με το πενταετές ομόλογο.
Η διοίκηση της ΤτΕ στο «κλίμα” αυτό ζήτησε την περασμένη εβδομάδα από τις διοικήσεις των συστημικών τραπεζών την εφαρμογή ενός εμπροσθοβαρούς προγράμματος απομείωσης του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με σκοπό την αυξημένη αποδοτικότητα και αποτελέσματα στο πρώτο τρίμηνο του 2018, πέραν της χρονικής αναλογικότητας των στόχων που έχουν συμφωνηθεί με τον SSM για το 2018 και το 2019.
Η «λογική” αυτή στηρίζεται στην εκτίμηση ότι μετά το καλοκαίρι θα αναδειχθούν ισχυροί παράγοντες αβεβαιότητας τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό περιβάλλον της ελληνικής οικονομίας που θα θέσουν εν αμφιβόλω το κλίμα αισιοδοξίας που επιχειρήθηκε να καλλιεργηθεί με την απόφαση της 15ης Ιουνίου και τη δοκιμαστική έξοδο στις αγορές.
Χαρακτηριστικό είναι ότι σε συζητήσεις που έγιναν σε υψηλά κλιμάκια στη διοίκηση της ΤτE, αμφισβητήθηκε με πολύ έντονο τρόπο τόσο η καταλληλότητα της στιγμής για την εμπέδωση του κλίματος αισιοδοξίας μέσω της έκδοσης του πενταετούς ομολόγου, όσο και η θετική αξιολόγησή του από τις αγορές.
H επιφυλακτικότητα αυτή είχε γίνει ήδη εμφανής πριν από την έκδοση του πενταετούς ομολόγου, με δημόσια τοποθέτηση του κ. Στουρνάρα, στην οποία είχε συστήσει να προηγηθούν απτά αποτελέσματα στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων πριν από την έξοδο στις αγορές.
Οι επιφυλάξεις όμως συνεχίσθηκαν και μετά την έκδοση του ομολόγου και σύμφωνα με Έλληνες τραπεζίτες ήταν διάχυτες στις επαφές που είχαν με τη διοίκηση της ΤτΕ που συνιστά πλέον μία ταχύτερη από την προβλεπόμενη αναδιάρθρωση των χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων με αυξημένες πωλήσεις (NPLs) στο επόμενο εξάμηνο, προκειμένου να βελτιώσουν την κεφαλαιακή τους θέση και να αντιμετωπίσουν εν δυνάμει πιέσεις που μπορεί να εμφανισθούν τους επόμενους μήνες.
Απέναντι στη «λογική” αυτή πάντως από την πλευρά υψηλόβαθμων τραπεζικών στελεχών αντιτείνεται οτι τόσο η απόφαση της 15ης Ιουνίου όσο και η συνακόλουθη έκδοση του πενταετούς ομολόγου, έχουν δρομολογήσει ένα βελτιωμένο περιβάλλον για τις κεφαλαιακές ανάγκες των εγχώριων τραπεζών.
Και σαν επιχειρήματα σ’ αυτή την κατεύθυνση αναφέρουν ότι μέρος των ανικανοποίητων προσφορών (πάνω από 3 δισ. ευρώ) στο πενταετές ομόλογο, ήδη στρέφει το ενδιαφέρον του σε προθέσεις εκδόσεων από ελληνικές τράπεζες και επιχειρηματικούς Ομίλους.
Από ορισμένους κύκλους αναφέρονται μάλιστα ήδη κάποιες ανιχνευτικές κινήσεις προς τις συστημικές τράπεζες.
Παράλληλα κάποιες ξένες τράπεζες έχουν διατυπώσει προτάσεις σε ελληνικές για χαμηλότερες αποδόσεις για ορισμένα «εργαλεία” πιστωτικού κινδύνου.
Ενδεικτικά δε όπως επισημαίνεται από ορισμένους τραπεζίτες, το spread μεταξύ πενταετούς covered bond που θα μπορούσε να εκδοθεί υπό τις παρούσες συνθήκες από ελληνικές τράπεζες με το πενταετές ομόλογο, έχει μειωθεί από τις 200 μονάδες βάσης σε μόλις 85 υποδεικνύοντας τη δυνατότητα χαμηλότερου κόστους αναχρηματοδότησης των τραπεζών.
Η τιμολόγηση για παράδειγμα ενδεχόμενων τραπεζικών εκδόσεων στην τριετία πλησιάζει το «κόστος” του Pilar II ELA, διευκολύνοντας ακόμα περισσότερο την σταδιακή απαγκίστρωση από τον ELA…
Κατά πως φαίνεται η διάσταση απόψεων για τα αποτελέσματα του εγχειρήματος της έκδοσης του πενταετούς ομολόγου, κάθε άλλο παρά έχει εξαντληθεί και οι διαφορές αυτές «διακτινίζονται” μέσα από τις κινήσεις με τις οποίες τόσο η ΤτΕ όσο και οι συστημικές τράπεζες αντιμετωπίζουν το φλέγον ζήτημα της επαρκούς αναχρηματοδότησης του συστήματος, σε συνθήκες που το κρατικό χρέος παραμένει από πλευράς ΔΝΤ «μη βιώσιμο” και τα capital controls, εξακολουθούν να κρατούν το τραπεζικό σύστημα και την οικονομία σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης…
Πηγή: capital.gr