ΕΤΕ: Στο 1,7% η ανάπτυξη για το σύνολο του 2017
Ανάπτυξη της τάξης του 1,7% για το σύνολο του 2017 αναμένει η Εθνική Τράπεζα ΕΤΕ+0,62% της Ελλάδος, κάνοντας λόγο για βελτίωση του οικονομικού κλίματος μετά την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης.
Σε έκθεσή της για τις μακροοικονομικές τάσεις, η ελληνική τράπεζα επισημαίνει ότι το «κλείσιμο» της αξιολόγησης δημιουργεί τις προϋποθέσεις για επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας στους εναπομείναντες μήνες του έτους.
Στις θετικές εξελίξεις προσμετράται και η εφαρμογή της νέας δέσμης παρεμβάσεων στο δημόσιο χρέος, η οποία αφορά τα βραχυπρόθεσμα μέτρα του Ιανουαρίου, αλλά και οι προσδοκίες για την οριστικοποίηση των μεσο-μακροπρόθεσμων μέτρων.
Ευεργετικό αντίκτυπο στην οικονομία φέρεται να έχει και η ισχυρή δημοσιονομική πορεία της χώρας, η οποία οδηγεί τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDs) σε πτωτική τροχιά.
Ως αποτέλεσμα, η ΕΤΕ εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης στο β’ εξάμηνο θα διαμορφωθεί στο 2,6%, οδηγώντας σε συνολική αύξηση του ΑΕΠ για το 2017 στο 1,7%.
Σύμφωνα με την έκθεση, βασικός πυλώνας της οικονομίας θα αποτελέσει η ιδιωτική κατανάλωση, η οποία στο α’ τρίμηνο εμφάνισε αξιοσημείωτη αντοχή, ενισχυόμενη κατά 1,7%.
Η βελτίωση της κατανάλωσης εδράστηκε κατά κύριο λόγο, στις υποστηρικτικές τάσεις της αγοράς εργασίας, καθώς ήδη παρατηρούνται τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης του αριθμού των εργάσιμων ωρών και του μισθού ανά εργατοώρα.
Σχετικά με το επιχειρηματικό περιβάλλον, η Εθνική Τράπεζα υποστηρίζει ότι «οι πιο ανταγωνιστικές και -κατά βάση- μεγαλύτερες σε μέγεθος επιχειρήσεις που επιβίωσαν της κρίσης, έχουν τη δυνατότητα, λόγω της υπερβολικής συρρίκνωσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας και των επώδυνων αναδιαρθρώσεων που επέτυχαν, να εμφανίζουν βελτιωμένη εικόνα, να αυξάνουν την παραγωγή τους και να προγραμματίζουν νέες επενδύσεις».
Από την άλλη πλευρά, καταλήγει η ΕΤΕ, οι λιγότερο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις με υψηλό δανεισμό και μονομερή έκθεση στην εγχώρια αγορά, πασχίζουν να επιβιώσουν και η βιωσιμότητά τους θα κριθεί από τη δυνατότητα να επωφεληθούν από μία συνεπή ανάκαμψη της οικονομίας και από μία ταχύτερη βελτίωση των συνθήκων ρευστότητας.
Πηγή: naftemporiki.gr