Γιατί στην πανδημία δεν μασάμε πλέον τσίχλες
Η πανδημία ήλθε για να αλλάξει πολλές από τις καθημερινές μας συνήθειες και να μεταβάλει πολλές «κανονικότητες» που χαρακτήριζαν τη σύγχρονη δυτική κοινωνία. Καθιέρωσε πρακτικές και επιτάχυνε καινοτομίες – στην Ελλάδα για παράδειγμα (αλλά περιέργως όχι στη Γερμανία), επέβαλε μια «βίαιη ψηφιοποίηση» στις ζωές των ανθρώπων.
Δημιούργησε, όμως, και «θύματα», αφού μας απομάκρυνε από καταναλωτικές συνήθειες δεκαετιών. Ένα από τα θύματα του κορωνοϊού είναι οι τσίχλες. Και η θυματοποίησή τους φαίνεται πως δεν είναι άσχετη με την ψηφιοποίηση των πάντων.
Τα στοιχεία για τις πωλήσεις τσιχλών έρχονται από τη Γαλλία που, παρά την οιονεί πολιτιστική αντιπαλότητα των παλαιότερων γενεών προς καθετί το αγγλοσαξονικό, είναι εδώ και δεκαετίες η δεύτερη σε κατανάλωση χώρα τσίχλας στον κόσμο μετά από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και τα στοιχεία δείχνουν ότι το 2020 οι πωλήσεις τσίχλας στη Γαλλία μειώθηκαν κατά 21% συγκριτικά με το 2019.
Για την ακρίβεια οι πωλήσεις τσιχλών είχαν αρχίσει να μειώνονται δραματικά από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, προτού δηλαδή ξεσπάσει η Covid-19, αφού φαίνεται πως η καταναλωτική αυτή συνήθεια έπαψε να είναι της μόδας. Όχι μόνο στη Γαλλία αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Προσφάτως η γαλλική θυγατρική του αμερικανικού ομίλου Mars Wrigley (Freedent) ανακοίνωσε τη μείωση 280 θέσεων εργασίας στο εργοστάσιό της στο Μπιζεΐμ της βορειοανατολικής Γαλλίας, στις όχθες του Ρήνου, διότι «οι ταμπλέτες τσίχλας βρίσκονται θεωρητικά σε τροχιά εξαφάνισης από την ευρωπαϊκή αγορά». Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πωλήσεις των προϊόντων τσίχλας που παράγονται στο Μπιζεΐμ μειώθηκαν κατά 74% το διάστημα από το 2012 έως το 2020.
Από τους Μάγιας στη Νέα Υόρκη
«Η τσίχλα φαίνεται πως χάνει την ελκυστικότητά της, κυρίως στους νέους, αλλά η ιστορία της είναι μακρά», σημειώνει η ρεπόρτερ της γαλλικής «Le Figaro» Μαριόν Μπιος-Ντιπλάν. Το προϊόν ανακάλυψε η φυλή των Μάγιας, οι ινδιάνοι της Κεντρικής Αμερικής, που μασούσαν τον χυμό ενός δένδρου με την ονομασία σαποντίγια, ο οποίος είχε αντισηπτικές ιδιότητες. Η «τσίχλα» (πρόκειται για ισπανική λέξη) έφθασε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1869 όταν ο διωχθείς μετά την μεξικανική επανάσταση στρατηγός Αντόνιο Λόπες Ντι Σάντα Αννα πούλησε το προϊόν στον εφευρέτη Τόμας Άνταμς ως υποκατάστατο του καουτσούκ, που χρησιμοποιούνταν ευρέως την εποχή εκείνη.
Ο αμερικανός εφευρέτης ανακάλυψε ουσιαστικά τη δυνατότητα της τσίχλας, εφόσον μασηθεί, να δίνει μια αίσθηση καθαριότητας στα δόντια και μια γεύση ελαφρώς γλυκειά. Ο Τόμας Άνταμς χρωμάτισε τις τσίχλες, τους έδωσε γεύσεις φρούτων και τις πλάσαρε στην αγορά με τις ιδιότητες των «καταπραϋντικών για τα νεύρα», των προϊόντων που «χαρίζουν μια αίσθηση φρεσκάδας στο στόμα» και που «αυξάνουν τις ικανότητες συγκέντρωσης των εργατών».
Η απόβαση της τσίχλας στην Ευρώπη έγινε ταυτόχρονα με εκείνη των αμερικανικών στρατευμάτων στη Νορμανδία, που σηματοδότησε την αρχή του τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ως πρώτη χώρα που την υποδέχθηκε, η Γαλλία εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη καταναλώτρια τσιχλών στην Ευρώπη. Και έφτασε το προϊόν αυτό να γίνει μεταπολεμικά ο μεγάλος πρεσβευτής της αμερικανικής κουλτούρας στη Γηραιά Ήπειρο – η παλαιότεροι θυμούνται ότι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες το μάσημα της τσίχλας στα ελληνικά σχολεία θεωρούνταν ως ισχυρή ένδειξη τεντυμποϊσμού και εξασφάλιζε σίγουρη αποβολή.
Την έφαγε το ντελίβερι
Ωστόσο σήμερα «το άστρο της τσίχλας έχει σήμερα ξεθωριάσει», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο «Figaro». «Οι πωλήσεις βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση. Το έτος 2020 ήταν πάρα πολύ δύσκολο και η αρχή του 2021 ήταν κατά τι καλύτερη, ωστόσο οι επιπτώσεις της πανδημνικής κρίσης με τους κατ’ οίκον εγκλεισμούς και την κάθετη μείωση των μετακινήσεων είναι ακόμα φανερές», σημειώνει η εταιρεία Mondelez.
Φαίνεται πως το μεγάλο πλήγμα έδωσε στις τσίχλες η λόγω του φόβου του κορωνοϊού κάθετη μείωση των επισκέψεων των καταναλωτών στα σούπερ μάρκετ και η ταυτόχρονη εκτίναξη των παραγγελιών για διανομή και παράδοση των προϊόντων στα σπίτια. Πολύ λιγότεροι καταναλωτές περιδιαβαίνουν τους διαδρόμους των σούπερ μάρκετ και των μπακάλικων και ως εκ τούτου πολύ λιγότεροι βάζουν στο καλάθι τους προϊόντα των λεγόμενων «παρορμητικών αγορών», όπως είναι οι τσίχλες, οι καραμέλες, αλλά και τα μικρά παιχνιδάκια για τα παιδιά, που είναι στρατηγικά τοποθετημένα, βάσει των κανόνων του μάρκετινγκ, κοντά στα ταμεία των καταστημάτων.
«Κουφές» εξελίξεις
Στην παραγγελία που κάνουν οι καταναλωτές για παράδοση στο σπίτι, από το τηλέφωνο ή από μέσω Διαδικτύου, σπάνια θα συμπεριλάβουν τσίχλες. Επιπλέον, η τηλεργασία και η υποχρεωτική χρήση της μάσκας έχουν φρενάρει πολύ την κατανάλωση τσιχλών για το «φρεσκάρισμα της αναπνοής», όπως επέβαλλε προ-πανδημικά η ανέμελη κοινωνική ζωή.
Επιπλέον, η υγειονομική κρίση δημιούργησε την τάση στον κόσμο να καταναλώνει προϊόντα περισσότερο υγιεινά και με μεγαλύτερη θρεπτική αξία από τις τσίχλες και άλλα «σνακ» που έβαζαν μηχανικά, πολλές φορές, στο καλάθι τους σε κάθε επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ. Γι’ αυτό και πολλές εταιρείες – της Mondelez συμπεριλαμβανομένης – στις διαφημιστικές τους καμπάνιες αρχίζουν να προτάσσουν τα φυσικά συστατικά και γεύσεις που έχουν τα προϊόντα τους. Μπας και ξανακερδίσουν τουλάχιστον τους νέους. Όταν βεβαίως… πέσουν οι μάσκες.
«Τα ακούω αυτά και μασάω τσίχλα
τα ακούω αυτά και κουφαίνομαι»…
…τραγουδούσε το μακρινό 1986 ο μέγας Λουκιανός Κηλαϊδόνης.
Πηγή: ot.gr