Εναλλακτικοί τρόποι στήριξης επιχειρήσεων
Ειδικά για κλάδους και επιχειρήσεις που δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την άμεση επαφή με τον πελάτη, από την εστίαση, το εμπόριο έως τον τουρισμό και τις μεταφορές, οι επιπτώσεις της πανδημίας ήταν και είναι πολύ μεγάλες.
Οι επιχειρήσεις αυτές δεν χάνουν μόνο έσοδα που υπό κανονικές συνθήκες καλύπτουν πάγια και μεταβλητά έξοδα. Βλέπουν συχνά, στο δεύτερο έτος της επιβολής περιορισμών μετακίνησης σε όλο τον κόσμο, το ύψος των υποχρεώσεών τους να διαμορφώνεται δυσμενώς όταν συγκρίνεται με τα αναμενόμενα έσοδα των επόμενων ετών και τα, συχνά απομειωμένα, ίδια κεφάλαιά τους.
Αυτή είναι μια κατάσταση η οποία φαντάζει πολύ γνωστή στις ελληνικές επιχειρήσεις που βίωσαν 10 χρόνια αβεβαιότητας, αποκλεισμού από τις ευρωπαϊκές αγορές χρήματος και πτώσης τζίρου. Τώρα όμως, που το πρόβλημα είναι παγκόσμιο, διεθνείς οργανισμοί αναγνωρίζουν δημόσια τη σημασία του προβλήματος και τους μεγάλους κινδύνους ανατροφοδότησης μιας βαθιάς και μακράς ύφεσης που εγκυμονεί η μη αντιμετώπισή του.
Πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ καταγράφει ότι σε μια τέτοια κατάσταση δεν αρκούν μέτρα παροχής ρευστότητας σε επιχειρήσεις που έχουν υποστεί μείωση των ιδίων κεφαλαίων τους καθώς και των προοπτικών τους. Προτάσσεται η ανάγκη ανάπτυξης ενός εργαλείου ενίσχυσης και του ισολογισμού των πληττόμενων επιχειρήσεων και ιδανικά των ιδίων κεφαλαίων ή λογαριασμών που στην πράξη είναι ισοδύναμοι με τα ίδια κεφάλαια.
Ομως ο σχεδιασμός τέτοιων εργαλείων στήριξης αντιμετωπίζει πολλές και σημαντικές προκλήσεις. Κατ’ αρχήν δεν είναι εύκολο να σχεδιαστεί ένα τέτοιο εργαλείο που δεν θα στρεβλώνει τον ανταγωνισμό και θα στοχεύει μόνο σε όσους πραγματικά πλήττονται. Επιπλέον, τα εργαλεία αυτά απαιτούν δημοσιονομικό χώρο, ο οποίος δεν υπάρχει ομοιόμορφα σε όλες τις χώρες.
Υπάρχει πάντως ένα εργαλείο πολιτικής που μπορεί να εξυπηρετήσει αυτό τον στόχο ειδικά στη χώρα μας. Η δυνατότητα συμψηφισμού των ζημιών με μελλοντικά κέρδη, ακόμα και μετά πολλά χρόνια, είναι μια πρακτική που ήδη εφαρμόζει η μεγάλη πλειονότητα των ευρωπαϊκών κρατών. Η χώρα μας είναι ένα από τα ελάχιστα κράτη-μέλη της Ε.Ε. που περιορίζει αυτή τη δυνατότητα σε μόλις πέντε χρόνια και ο ΣΕΒ έχει εδώ και χρόνια προτείνει μια επέκταση σε τουλάχιστον 10 χρόνια ή και την απάλειψη του χρονικού περιορισμού.
Μια τέτοια επέκταση αποτελεί ένα εργαλείο το οποίο μειώνει τους κινδύνους στρέβλωσης του ανταγωνισμού και στηρίζει τις επιχειρήσεις που έχουν βιώσιμα επιχειρηματικά σχέδια. Επιπλέον, το μέτρο δεν επιβαρύνει σήμερα τον προϋπολογισμό και, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη και στη διάσωση φορολογητέας, σε βάθος χρόνου έχει θετική επίπτωση στα δημόσια έσοδα. Τέλος, ενθαρρύνει τις βιομηχανικές επενδύσεις με μακρύ χρόνο απόσβεσης, που συχνά δημιουργούν έσοδα αρκετά χρόνια μετά την έναρξη των επενδυτικών σχεδίων, με αποτέλεσμα οι αποσβέσεις των πρώτων ετών να μην προλαβαίνουν να συμψηφιστούν με κέρδη στα πρώτα πέντε χρόνια.
Ετσι, το μέτρο αυτό μπορεί να συμβάλει και στην ενίσχυση της βιομηχανίας, η οποία μέσα στην πανδημία έχει αποδείξει πόσο πολύ συμβάλλει στην ανθεκτικότητα της απασχόλησης και της οικονομίας μας.
Πηγή: kathimerini.gr