Το Brexit εκτοξεύει την οικονομική δραστηριότητα στο Αμστερνταμ
Αδιαμφισβήτητα, η ευρωπαϊκή μητρόπολη που έχει επωφεληθεί τα μέγιστα από το Brexit, το Αμστενταμ, γνωρίζει μιαν άνευ προηγουμένου αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας και έχει υποκαταστήσει το Λονδίνο ως σημαντικότερη χρηματιστηριακή αγορά της Ευρώπης. Η πρωτεύουσα της Ολλανδίας αντιπροσωπεύει τώρα πάνω από το 20% της αγοράς swap σε ευρώ και διεκπεραιώνει συναλλαγές κρατικού χρέους άνω των 160 δισ. δολαρίων. Τον Ιούνιο αναμένεται, άλλωστε, να μεταβιβαστεί στην ολλανδική πρωτεύουσα και η ευρωπαϊκή αγορά εκπομπών καυσαερίων, αξίας ενός δισ. ευρώ την ημέρα. Και τα στελέχη των επενδυτικών τραπεζών αντιμετωπίζουν πλέον την ολλανδική πρωτεύουσα ως ευρωπαϊκό κέντρο παγκόσμιας ανάπτυξης των εταιρειών που αποτελούν οχήματα ειδικών επενδύσεων και έγιναν γνωστές με το ακρωνύμιο Spacs.
Ειρωνεία της τύχης ότι, σε αντίθεση με όσα συνέβαιναν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες τις παραμονές του Brexit, οι ολλανδικές αρχές αγωνιούσαν έντονα για τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει στην οικονομία της χώρας η απόσχιση της Βρετανίας από την Ε.Ε. Σύμφωνα μάλιστα με σχετικό δημοσίευμα των Financial Times, είχαν φτάσει στο σημείο να διεξαγάγουν ενημερωτική εκστρατεία και να προειδοποιούν τόσο τους πολίτες όσο και τις επιχειρήσεις, ζητώντας εγρήγορση και προσοχή, προκειμένου να μη σταθεί το Brexit εμπόδιο στα σχέδιά τους.
Μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα ο Γκις Γουαρίνγκα, διευθυντής του ιδρύματος Stichting Capital Amsterdam, που προωθεί τις ολλανδικές αγορές, αναφέρεται στην πρωτοφανή ανάπτυξη που γνωρίζει η πόλη. Οπως τονίζει μεταξύ άλλων, «διεθνή εκπαιδευτικά ιδρύματα έχουν αποδυθεί σε μια φρενήρη οικοδομική δραστηριότητα» στην πόλη. Δεν παραλείπει, πάντως, να εκφράσει την έκπληξη, τόσο τη δική του όσο και πολλών παρατηρητών, που δεν μπορούσαν να φανταστούν την κλίμακα των εξελίξεων. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «Δεν είχαμε κανένα σχέδιο να φέρουμε τους Λονδρέζους στο Αμστερνταμ».
Οπως επισημαίνουν οι FT, αυτή η οικονομική δραστηριότητα ωχριά, πάντως, σε σύγκριση με τις δόξες που γνώρισε η ολλανδική πρωτεύουσα τον 17ο αιώνα. Τότε η εκρηκτική ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου είχε οδηγήσει στη δημιουργία της πρώτης παγκόσμιας κοινοπραξίας, της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, του πρώτου χρηματιστηρίου, αλλά και της πρώτης αγοράς παραγώγων στον κόσμο και της πρώτης κρίσης, βέβαια, με τη «φούσκα» της τουλίπας, τη δεκαετία του 1630. Σύμφωνα, όμως, με τον Στέπαν Μπουζνά, διευθύνοντα σύμβουλο της Euronext, στην οποία ανήκει το χρηματιστήριο του Αμστερνταμ, πρόκειται για μια «ενδιαφέρουσα αφύπνιση» που προμηνύει ακόμη μεγαλύτερη στροφή. Μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα, τονίζει πως «το Λονδίνο είναι ένα μεγάλο χρηματοπιστωτικό κέντρο που προσπαθεί να προσελκύσει κεφάλαια για να χρηματοδοτήσει παγκόσμια σχέδια ή να στηρίξει τη βρετανική οικονομία. Δεν είναι όμως πια το χρηματοπιστωτικό κέντρο της Ε.Ε.». Ο ίδιος εκτιμά πως μακροπρόθεσμα μόνον το Παρίσι μπορεί να διαδραματίσει αυτόν τον ρόλο.
Από το δημοψήφισμα του Brexit, το 2016, η γαλλική πρωτεύουσα έχει καταβάλει προσπάθεια για να προσελκύσει στελέχη τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων προσφέροντας φοροαπαλλαγές και άλλα οικονομικά κίνητρα.
Σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Γαλλίας, Βιλερουά ντε Γκαλό, μέχρι τα τέλη του περασμένου έτους περίπου 2.500 θέσεις εργασίας και περιουσιακά στοιχεία ύψους 170 δισ. ευρώ είχαν μετακομίσει από το Λονδίνο στο Παρίσι. Και οι Αρχές της γαλλικής πρωτεύουσα αισιοδοξούν πως μπορούν να προσελκύσουν πολύ μεγαλύτερο μερίδιο από την οικονομική δραστηριότητα που εγκαταλείπει τη Βρετανία. Οι Αρχές της Ολλανδίας, βέβαια, επισημαίνουν πως η νομοθεσία της χώρας είναι πολύ πιο φιλική προς την αγορά σε σύγκριση με τις αντίστοιχες άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Το Αμστερνταμ, ωστόσο, δεν έχει δει σημαντική αύξηση των νέων θέσεων εργασίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Μετά το δημοψήφισμα του 2016 στην ολλανδική πρωτεύουσα εμφανίστηκαν μόλις 1.100 νέες θέσεις εργασίας στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ενώ ο κλάδος στη χώρα απασχολεί συνολικά 50.000 άτομα. Πρόκειται για πολύ μικρή μερίδα από τις περίπου 7.000 θέσεις εργασίας του κλάδου που εγκατέλειψαν το Λονδίνο. Σοβαρός αποτρεπτικός παράγοντας ενδέχεται να είναι ο περιορισμός που επιβάλλει η ολλανδική νομοθεσία στα μπόνους των τραπεζικών στελεχών: δεν επιτρέπει να υπερβαίνουν το 20% του ετήσιου μισθού τους, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι το 100%. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή, το 2018 στην Ολλανδία μόνο 37 στελέχη του χρηματοπιστωτικού τομέα αμείβονταν με περισσότερα από 1 εκατ. ευρώ, όταν ο αντίστοιχος αριθμός στη Βρετανία ανέρχεται σε 3.614 άτομα.
Πηγή: kathimerini.gr